διακόπτω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A cut in two, cut through, διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην Anacr.80, cf. Th.2.4, X.An.7.1.17, etc.; χῶμα Wilcken Chr.11 B6 (ii B.C.); ἰσθμόν Str.1.3.18; gash, σκέλος Men.Georg.48:—Pass., receive a gash, Hp.Aph.6.18, al., Plb.2.30.7; so διακέκοπται of base coin which had a hole drilled in it, Suid. 2 break through the enemy's line, δ. τάξιν X.An.1.8.10; τὴν φάλαγγα Plu.Pyrrh.7; τεῖχος Aen. Tact.32.7: abs., break through the enemy's line, X.HG7.5.23, etc.; διακεκοφότας πρὸς τὰς εἰσόδους Id.Cyr.3.3.66; so, of a weapon, δ. ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc.Nigr.37: metaph. of a remedy, have decisive effect, SIG1170.16 (Epid.). 3 break off, interrupt, τὴν περίοδον Arist.Rh.1409b9 (Pass.); δ. τὰς διαλύσεις Plb.1.69.5; συνθήκας Id.18.42.3; ἑορτήν, ῥῆσιν, Luc.Lex.11, Dom.14; ὕπνον Ael.NA3.37:— Pass., of the pulse, Gal.8.459; also, to be checked, τὰ πρὸς ἑταίρας δ. σωφρονισμοῖς Plu.2.712c; διακέκομμαι τὸ στόμα I am struck dumb, Men.Sam.334. 4 refute, in Pass., Phld.Sign.11.
Greek (Liddell-Scott)
διακόπτω: κόπτω εἰς δύο, κόπτω διὰ μέσου, «πέρα καὶ πέρα», διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην ἀνακρ. 80· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 2. 4, Ἀν. 7. 1, 17, κτλ. - Παθ., λαμβάνω πληγὴν βαθεῖαν, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Πολύβ. 2. 30, 7. 2) διασπῶ τὴν γραμμὴν τοῦ ἐχθροῦ, δ. τάξιν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· τὴν φάλαγγα, τοὺς πολεμίους Πλούτ. Πύρρ. 7, κτλ.· - καὶ ἀπολύτως, διέρχομαι διὰ μέσου τῶν τάξεων τοῦ ἐχθροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23, κτλ.· δ. πρὸς τὰς εἰσόδους ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 3, 66· οὕτως ἐπὶ βέλους, διατρυπῶ, διαρρηγνύω, δ. ἄχρι τοῦ διελθεῖν Λουκ. Νιγρ. 37. 3) διακόπτω, σταματῶ, τὴν περίοδον Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 4· δ. τὰς διαλύσεις Πολύβ. 1. 69, 5· ὕπνον Αἰλ. π. Ζ. 3. 37. 4) χαράττω κιβδήλως, ἐπὶ νομισμάτων, ὡς τὸ παρακόπτω, παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
1 couper profondément;
2 couper en deux : τάξιν XÉN, φάλαγγα PLUT une ligne de soldats ; abs. rompre la ligne ennemie;
3 p. ext. briser, rompre ; fig. δ. ὕπνον ÉL interrompre le sommeil ; διέκοπτε γὰρ αὐτούς PLUT car (la guerre) forçait d’éparpiller les troupes.
Étymologie: διά, κόπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. pas. aor. διεκόπη Hp.Morb.4.50, Aph.6.19, X.An.4.8.11, D.54.41, Arist.HA 519b5, PTeb.857.2 (II a.C.) en BL 3.246]
A tr.
I de entidades unitarias
1 cortar en dos, partir gener. c. ac. externo τὸν θῆρα Stesich.2.3A., διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην le seccionó el cuello por la mitad Anacr.80, τὸν μοχλόν Th.2.4, cf. Plb.4.57.9, 8.29.9, ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.An.7.1.17, ὡς διακόπτειν ὅτῳ ἐντυγχάνοιεν X.An.1.8.10, ref. a monedas bajas en metal que se cortan para ser inutilizadas por ser ilegales SEG 26.72.11 (Atenas IV a.C.), cf. Sud.s.u. διακέκοπται, τοὺς δεσμούς Plb.3.46.8, τὸν ἰσθμόν διακόψαι cortar el istmo, e.e. abrir un canal a través del istmo Str.1.3.18, τὰ ... γέρρα D.H.20.2, τὰ νεῦρα D.S.3.26, ἓν τῶν ᾠῶν Luc.VH 2.40, αὐτόν (μίτον) Paus.8.10.3, en v. pas. τοῦ μοχλοῦ διακοπέντος Th.4.111, τὰ ... ἐξιόντα γίνεται σκληρὰ οὕτως ὥστε μόλις διακόπτεσθαι καὶ σιδήρῳ Arist.GA 775b35, cf. HA 616a26, (θάλαττα) μέχρι βυθῶν διακοπτομένη del paso del mar Rojo, Gr.Nyss.Bapt.Chr.226.20, c. ac. de rel. διακοπεὶς χεῖρας Ph.2.544, fig. διακέκομμαι τὸ στόμα me dejas sin habla, me quedo asombrado Men.Sam.679
•cortar una cosa separándola de otra τὸν ... βλάστον Thphr.HP 4.15.1, τὴν κεφαλήν Luc.DMeretr.13.5, τὴν ῥίζαν de un árbol, Plot.5.2.2, en v. pas. ὅσα ... ἐκ τοῦ στελέχους καὶ διακοπτόμενα φυτεύεται ref. a sarmientos de vid, Thphr.HP 2.5.5
•fig. ἡ τῆς ἀγάπης θερμότης ... πάντα ... διακόπτει τὰ τῷ θείῳ λυμαινόμενα σπόρῳ el calor del amor siega todo lo que daña a la semilla divina Chrys.M.62.640.
2 c. ac. de partes del cuerpo hacer un corte en, herir (τὸ ὀστέον) Hp.VM 11, ὥστε τὸ ... χεῖλος διακόψαι D.54.8, τὸ σκέλος Men.Georg.48, τὸ δέρμα PCair.Zen.80.5 (III a.C.), ὅταν ... ὑποδήματα ... διακόπτῃ τοὺς πόδας cuando las sandalias te hagan heridas en los pies D.Chr.9.8, en v. pas. ὁκόσοισιν ἂν ὁ ἐγκέφαλος διακοπῇ Hp.Aph.6.50, ὅσα δὲ τῶν ὀστέων ... διακοπέντα πάνυ εὐρέα los huesos que presentan una fisura muy ancha Hp.VC 17, διακοπεὶς ... ὑμήν Arist.HA 519b5, διακοπτόμενοι acribillados, llenos de heridas Plb.2.30.7, c. ac. de rel. κύστιν διακοπείς Hp.Aph.6.18, cf. D.54.41, ὑπὸ τραυμάτων μηροὺς καὶ βραχίονας διακεκομμένος Plu.Eum.7
•c. ac. de resultado abrir en v. pas. τῶν δὲ ἑλκέων, ὅ τι μὲν ἂν ὀξέϊ βέλεϊ ... διακοπῇ Hp.Vlc.1.
3 romper τὸ μέτωπον Anaxandr.42.69, τὰ ὦτα ... τὸ ὕδωρ ... διακόπτει el agua revienta los oídos a los nadadores, Arist.Pr.960b14, διακόπτοντος τοῦ ἀέρος (τὰς πομφόλυγας) al romper el aire las burbujas Arist.Pr.936b5, οὐ δυνάμενοι τὴν κάτω χιόνα διακόπτειν no pudiendo romper la nieve de debajo Plb.3.55.4
•de ejércitos destrozar, derrotar ὁ θεός, ἀπεβάλου ἡμᾶς καὶ διέκοψας ἡμᾶς Sm.Ps.59.3
•en v. pas. ser destrozado, triturado διακεκομμένα γλυκέα Hp.Nat.Mul.34, πάντα ... διεκόπτετο καὶ ὅπλα καὶ σώματα X.Cyr.7.1.31
•fig. ἡ δὲ (δύναμις) τοῦ λέγειν ... διακόπτεται su capacidad oratoria queda resquebrajada D.19.340.
4 abrir una brecha o boquete en, horadar τοῦ πλοίου τὸ ἔδαφος D.32.5, cf. 16, τὰ διακόπτοντα τὸ τεῖχος las (máquinas) que sirven para abrir brechas en la muralla Aen.Tact.32.7, cf. PErasm.4.11 (II a.C.), I.BI 5.186, 6.158, διακόπτοντες τὸν κρύσταλλον Arist.Mete.348b36, τὸ χῶμα Wilcken Chr.11.B.6 (II a.C.), ὑπονόμους ... διακόπτοντες horadando galerías subterráneas D.S.3.12, en v. pas. διακοπῆναι τὸν ... θη(σαυρόν) que había sido abierto un boquete en el granero, PTeb.l.c.
5 atravesar, abrirse paso por ἡ ... βαρύτης ... τοῦ γλεύκους ... διακόπτουσα τὴν κοιλίαν Arist.Fr.220, cf. Thphr.HP 4.4.2, Theopomp.Hist.40, ὕδωρ ἐστὶ τὸ διακόπτον πᾶντα τὰ ἀγγεῖα el agua es lo que perfora todos los recipientes Call.Fr.413, τὸν ... χειμάρρουν ... διακόπτοντα τόπους ἠλιβάτους Plb.4.41.9, καὶ μὴ δύνασθαι τὰς τοῦ ἡλίου αὐγὰς διακόπτειν τὰ νέφη Gem.6.18, ἀνὴρ ... πάντ' ἰσθμὸν διακόψει un hombre atravesará todo el istmo, Orac.Sib.11.180
•frec. ref. a maniobras milit. τὰς τάξεις τῶν Ἑλλήνων X.An.1.8.10, cf. Arr.Tact.16.7, τὴν φυλακήν D.S.15.68, τὸ ... πλῆθος I.BI 2.329, τὴν φάλαγγα I.BI 1.172, Plu.Pyrrh.7, Paus.4.25.8, Ach.Tat.3.13.5, en v. pas., X.An.4.8.11.
II de pers. o cosas previamente unidas
1 separar, dispersar διέκοπτε γὰρ αὐτοὺς ... ὁ πολέμιος pues el enemigo los mantenía separados Plu.Pomp.19, en formularios mágicos διάκοψον τὸν δεῖνα ἀπὸ τοῦ δεῖνα PMag.12.463, cf. Suppl.Mag.95re.14, en v. pas. διεκόπησαν fueron dispersados Eus.M.23.560A
•abs. crear separación, abrir brecha οὐκ ... διέκοψεν ὁ θεὸς ἡμῶν ἐν ἡμῖν no abrió nuestro dios una brecha entre nosotros LXX 1Pa.15.13.
2 de palabras cortar, interrumpir, entrecortar αἱ ἐπεμβολαὶ ... διακόπτουσαι τὸν λόγον Hermog.Id.1.11 (p.294), ἐάν τις τὸν ἑστῶτα ... διακόψῃ ... λόγον Ph.1.93, διακόπτει μου τὸν λόγον τὰ δάκρυα Lib.Decl.14.3, en v. pas. τὰ ... ἀλλήλων διακεκομμένα las (frases) cortadas unas de otras, e.e. sin ningún nexo entre ellas Longin.19.2, cf. Corn.Rh.397, ἡ τῆς φωνῆς συνέχεια ... διακόπτεται Aristid.Quint.49.8.
III fig. de abstr.
1 interrumpir, poner fin τὴν ... συμμαχίαν Plb.4.36.2, τὰς ῥύσεις D.S.5.37, τὴν φλυαρίαν D.H.Comp.25.40, τὴν φιλίαν Arr.Epict.2.22.33, τὰς προφάσεις Plu.2.77a, ἑορτήν Luc.Lex.11, ῥῆσιν Luc.Dom.14, ὕπνον Ael.NA 3.37, εὔνοιαν Ael.NA 15.11, τὴν κάκωσιν Vett.Val.110.24, ἥν (τὴν ἡμέραν) Basil.M.30.260B, τὴν ἀναγκαίαν ... γένεσιν Phlp.in Ph.267.11, τὴν κίνησιν Simp.in Ph.1316.11, en v. pas. ἡ περίοδος Arist.Rh.1409b9, del pulso, Gal.8.459, τὰ πρὸς τὰς ἑταίρας ... διακόπτεται σωφρονισμοῖς τισιν las relaciones con heteras se liquidan con algunos escarmientos Plu.2.712c, τὴν θανάτῳ ... διακοπτομένην ζωήν Athenag.Res.16.1, cf. Chrys.Iob 14.4, οὐ ... (ἡ ἡμέρα) διακόπτεται νυκτί Basil.M.30.584C.
2 obstaculizar, poner trabas τὰς διαλύσεις Plb.1.69.5, τὴν ἐπιβολήν Plb.28.13.14, cf. D.S.11.43, τὴν κρίσιν I.BI 1.558, τὰς συνθήκας Plb.18.42.3.
B intr.
I 1abrirse paso παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὰς ἀκτῖνας εἰς τὸ πέραν διακόπτειν Placit.3.5.10 (= Anaximen.A 18), en maniobras milit. τὸ ἱππικὸν ἐπεὶ διακόψειεν X.HG 7.5.23, πρὸς τὰς εἰσόδους τοῦ ἐρύματος X.Cyr.3.3.66, πρὸς βασιλέα LXX 4Re.3.26, διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν ref. a una flecha, Luc.Nigr.37.
2 fig. tener éxito un remedio μέλι ἔμβαλλε εἰς τὸ γάλα, ἵνα δύνηται διακόπτειν IG 42.126.16 (Epidauro II d.C.).
II en v. med. dispersarse ref. a un ejército διεκόπτοντο ταραχῆς πεπληρωμένοι LXX 2Ma.10.30.
Greek Monolingual
(AM διακόπτω)
1. κόβω κάτι σε δύο μέρη, λύω τη συνέχεια ή τη συνάφεια
2. αναστέλλω, σταματώ, προκαλώ προσωρινή ή διαρκή παύση
νεοελλ.
αντιλέγω και υποχρεώνω ομιλητή να σταματήσει
αρχ.
1. διασπώ τις γραμμές του εχθρού ή περνώ μέσα από τις τάξεις του
2. διατρυπώ
3. τραυματίζω
4. μένω άλαλος.
Greek Monotonic
διακόπτω: μέλ. -ψω,
1. κόβω στα δύο, κόβω στη μέση, κόβω πέρα για πέρα, σε Θουκ.
2. διασπώ τις τάξεις, γραμμές του εχθρού, τὴν τάξιν, σε Ξεν.· έπειτα, διέρχομαι μέσα από τις τάξεις του εχθρού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διακόπτω:
1) разрубать, рассекать, разбивать, разламывать (μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; τόν θώρακα τῷ δόρατι Plut.);
2) отрубать, отсекать (ξίφει τὴν χεῖρα Plut.);
3) наносить раны, ранить (μηροὺς καὶ βραχίονας διακεκομμένος Plut.);
4) разрывать, прорывать (τὴν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.);
5) прерывать, прекращать (τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τὴν κοινολογίαν Plut.);
6) разрывать, расторгать (συνθήκας, τὴν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.);
7) разлучать, разделять (τινάς Plut.);
8) обрывать (τὴν περίοδον Arst.);
9) пробиваться, прорываться (διακεκοφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen.): τὸ βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc. стрела, впившаяся глубоко.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κόπτω, Ion. perf. med. 3 plur. διακεκόφαται doorhakken, kapot slaan:; δ. ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα met de bijlen de grendels doorhakken Xen. An. 7.1.17; ὡς διακόπτειν ὅτῳ ἐντυγχάνοιεν om alles kapot te hakken wat ze tegenkwamen Xen. An. 1.8.10; διακέκομμαι τὸ στόμα mijn mond is stuk geslagen Men. Sam. 679; milit. door... heen breken:. ὅποι ἐμβαλὼν διακόψειε waar hij ook maar bij een aanval door de linies heen zou breken Xen. Hell. 7.5.23. afbreken, onderbreken:. δεῖ δὲ τὴν περίοδον... μὴ διακόπτεσθαι de volzin mag niet onderbroken worden Aristot. Rh. 1409b9; δ. τὸν πόλεμον de oorlog afbreken Plut. Flam. 9.11; δ. ἑορτήν een feest afbreken Luc. 46.11.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to cut in two, cut through, Thuc.
2. to break through the enemy's line, τὴν τάξιν Xen.: then, to break through the line, Xen.