ξηραίνω
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
fut.
A -ᾰνῶ E.Cyc.575: aor. ἐξήρἀνα Th.1.109, Hp.Epid.2.3.2, but ἐξήρηνα Id.Hum.1, Mul.2.112, Aret.CD1.3 :—Pass., fut. ξηρανθήσομαι Gal.1.516, etc., but Med. ξηρᾰνοῦμαι in same sense, Hp.Aff.25, Arist.Mete.356b25 : aor. ἐξηράνθην Il.21.345, Hp.Epid.5.30, Pl.Phlb.31e : pf. ἐξήρασμαι Hp.Vict.2.66, Loc.Hom.29, Antiph. 217.13 ; ἐξήραμμαι Thphr.CP5.14.6, Ev.Marc.3.1, POxy.1188.19 (i A.D.), Sch.Ar.Pl.1082 ; inf. ἀπ-εξηράνθαι Hp.Mul.1.17 ; part. ἐξηρᾱμένος only late, Sch.Porph.Abst.2.6 : (ξηρός) :—parch, dry up, ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος E.l.c.; of the sun, X.Mem.4.3.8, etc.; τὸ σῶμα πρὸς ἀέρα ξ. Jul.Or.6.203b ; make costive, τὴν κοιλίην Hp.Aph.3.17, cf. 2.20 (Pass.):—Pass., to be or become dry, parched, ἐξηράνθη πεδίον Il.l.c., cf. Pl.Ti.88d, etc. ; to be withered, ἐξηράνθη ἡ συκῆ Ev.Matt. 21.19, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.12, POxy.l.c. 2 drain dry, ξηράνας τὴν διώρυχα Th.1.109. 3 metaph., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Teles p.34 H. b Pass., of a paralytic, Ev.Marc.9.18.
German (Pape)
[Seite 279] ξηρανῶ, perf. pass. ἐξήρασμαι, s. ἀποξ., u. ἐξήραμμαι, Schol. Ar. Plut. 1082, ἐξήραμαι scheint schlerhaft, Schäf. Schol. Ap. Rh. 3, 276 u. Lob. Phryn. 502; trocknen, dörren, πᾶν δ' ἐξηράνθη πεδίον, Il. 21, 345, es wurde trocken; ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος, Eur. Cycl. 572; ξηράνας τὴν διώρυχα, Thuc. 1, 109; ξηραινόμενον, im Ggstz zum ὑγραινόμενον, Plat. Tim. 88 d; τὸ ξηρανθέν, Phil. 31 e; Gegens. von ἁδρύνω bei Früchten, Xen. Mem. 4, 3, 8; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ: ἀόρ. ἐξήρᾱνα. - Παθ., μέλλ. ξηρανθήσομαι Γαλην., κλ., ἀλλὰ μέσ. ξηρανοῦμαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. 523. 7. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 5: ἀόρ. ἐξηηράνθην Ἰλ., Πλάτ.: πρκμ. ἐξήρασμαι Ἱππ. 418. 46., 365. 37, Ἀντιφάν. ἐν «Φίλοθηβαίῳ» 1. 13· ἐξήραμμαι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 6, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1082, κτλ. (πρβλ. ἀποξηραίνω)· οὐχὶ ἐξήρᾱμαι, Λοβεκ. Φρύνιχ. 502· (ξηρός). Ἀποξηραίνω, «στεγνώνω», ξηρανεῖ σ’ ὁ Βάκχιος Εὐρ. Κύκλ. 575· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ., στεγνώνω, καθιστῶ δυσκοίλιον, τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. αὐτόθι 1245· - Παθ., ἀποξηραίνομαι, «στεγνώνω», ἐξηράνθη πεδίον Ἰλ. Φ. 345, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 88D, κτλ. 2) ἀποξηραίνω, ἀφαιρῶ τὸ ὕδωρ, Λατ. siccare, ξηράνας τὴν διώρυχα Θουκ. 1. 109. 3) μεταφορ., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 18.
French (Bailly abrégé)
f. ξηρανῶ, ao. ἐξήρανα, pf. inus.
Pass. f. ξηρανθήσομαι, ao. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι, postér. ἐξήραμμαι;
sécher, dessécher ; Pass. se dessécher, être desséché.
Étymologie: ξηρός.
English (Autenrieth)
only pass. aor., ἐξηράνθη, was dried up. (Il.)
Spanish
English (Strong)
from ξηρός; to desiccate; by implication, to shrivel, to mature: dry up, pine away, be ripe, wither (away).
English (Thayer)
1st aorist ἐξηρανα (ξηραίνομαι; perfect 3rd person singular ἐξήρανται (ἐξηραμμενος; 1st aorist ἐξηράνθην; cf. Buttmann, 41 (36); (from ξηρός, which see); from Homer down; the Sept. chiefly for יִבֵּשׁ and הובִישׁ; to make dry, dry up, wither: active, τόν χόρτον, to become dry, to be dry, be withered (cf. Buttmann, 52 (45)) (the Sept. for יָבֵשׁ): of plants, ἡ πηγή, τό ὕδωρ, to waste away, pine away: ἐξηραμμενη χείρ, a withered hand, R G in 3.
Greek Monolingual
και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) ξηρός
καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω
νεοελλ.
1. αναισθητοποιώ
2. σκοτώνω
3. μέσ. ξεραίνομαι
α) πεθαίνω
β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά
ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος
4. φρ. α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία κατά την εφαρμογή τους υπό μορφή λεπτών επικαλύψεων πάνω στην επιφάνεια άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη στερεά κατάσταση
β) «ξεραίνομαι στα γέλια» — γελώ υπερβολικά
αρχ.
1. κάνω κάποιον δυσκοίλιο («ξηραίνω τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. μτφ. υποβάλλω κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, ταλαιπωρώ
3. παθ. μένω παράλυτος.
Greek Monotonic
ξηραίνω: (ξηρός), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐξήρᾱνα — Παθ., αόρ. αʹ ἐξηράνθην, παρακ. ἐξήρασμαι·
1. ξηραίνω, στεγνώνω με υψηλή θερμοκρασία (καύσωνα), αποξηραίνω, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., γίνομαι ή είμαι ξηρός, καταντώ αποξηραμένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. αποξηραίνω, στεγνώνω αφαιρώντας το νερό, Λατ. siccare, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ξηραίνω: (aor. ἐξήρᾱνα - ион. ἐξήρηνα; pass.: fut. ξηρανθήσομαι, aor. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι - поздн. ἐξήραμμαι)
1) сушить, высушивать (τὴν διώρυχα Thuc.); pass. сохнуть, засыхать (πᾶν δ᾽ ἐξηράνθη πεδίον Hom.; ἡ συκῆ ἐξηράνθη NT): ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα NT сухорукий;
2) pass. чахнуть, изнемогать NT.
Middle Liddell
ξηρός
1. to parch up, dry up, Eur., Xen.:—Pass. to become or be dry, parched, Il., etc.
2. to lay dry, Lat. siccare, Thuc.
Chinese
原文音譯:xhra⋯nw 克些來挪
詞類次數:動詞(16)
原文字根:乾 相當於: (יָבֵשׁ)
字義溯源:使乾涸,變乾,乾,熟透,枯竭,枯乾;源自(ξηρός)=枯乾的);而 (ξηρός)出自(ξέστης)=容器,罐), (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)
出現次數:總共(16);太(3);可(7);路(1);約(1);雅(1);彼前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 枯乾了(6) 太13:6; 太21:19; 太21:20; 可3:1; 可3:3; 可4:6;
2) 枯乾(2) 約15:6; 雅1:11;
3) 乾了(2) 可5:29; 啓16:12;
4) 已熟透了(1) 啓14:15;
5) 必枯乾(1) 彼前1:24;
6) 已枯乾了(1) 可11:21;
7) 身體枯乾(1) 可9:18;
8) 都枯乾了(1) 可11:20;
9) 就枯乾了(1) 路8:6