ἀντιμεθίστημι
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
A move from one side to the other, revolutionize, ψηφίσματα καὶ νόμον Ar.Th.362. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., exchange places, ἀ. ἀλλήλοις τό τε ὕδωρ καὶ ὁ ἀήρ Arist.Ph. 209b25, cf. 211b27, Mete.366b20; ἀλλήλαις Jul.Or.8.241a. 2 make countermoves, Luc.Dem.Enc.37.
German (Pape)
[Seite 255] (s. ἵστημι), von einer Seite auf die andere stellen, umstellen, ψηφίσματα καὶ νόμον, umändern, Ar. Th. 362. – Med., sich auf die andere Seite hinstellen, Luc. Dem. enc. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεθίστημι: μέλλ. -μεταστήσω, μετακινῶ ἀπὸ ἑνὸς μέρους εἰς ἕτερον, ἀνατρέπω, ψηφίσματα καὶ νόμον ζητοῦσ’ ἀντιμεθιστάναι Ἀριστοφ. Θεσμ. 362. ΙΙ. παθ., μετὰ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., μεταβαίνω ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντιμεθισταμένων ἀλλήλοις τοῦ τε ἀέρος καὶ ὕδατος Ἀριστ. Φυσ. 4. 2. 4, πρβλ. 4. 4, 13, Μετεωρ. 2. 8, 27· πρβλ. ἀντιπεριίστημι 1. 2: ― μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 37.
French (Bailly abrégé)
transporter d’un côté à un autre, bouleverser;
Moy. ἀντιμεθίσταμαι;
1 se transporter d’un autre côté;
2 changer de place mutuellement, prendre la place l’un de l’autre.
Étymologie: ἀντί, μεθίστημι.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act. cambiar por su parte, trastornar ψηφίσματα καὶ νόμον Ar.Th.362, τὴν πολιορκίαν Aristid.2.142.
II intr. en v. med., c. dat. o εἰς y ac.
1 cambiarse, pasarse εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον ἀντιμεθίσταται pasa a la propia persona e.d. al estilo directo Longin.27.1
•c. pron. recíprocos intercambiar posiciones o lugares ἀ. ἀλλήλοις τό τε ὕδωρ καὶ ὁ ἀήρ Arist.Ph.209b25, cf. 211b27, Mete.366b20, ἀλλήλαις Iul.Or.8.241a
•abs. cambiar posiciones Luc.Dem.Enc.37.
2 ser elemento constitutivo de la luz τὸ ἀντιμεθιστάμενον ταῖς ἀκτῖσιν ὕδωρ Alex.Aphr.in Sens.29.17.
Greek Monolingual
ἀντιμεθίστημι (Α)
Ι. μετακινώ, ανατρέπω
II. (-αμαι)
κάνω αμοιβαία αλλαγή θέσεων με κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιμεθίστημι: μέλ. -στήσω·
I. κινούμαι από τη μια πλευρά στην άλλη, ανατρέπω, σε Αριστοφ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., μεταβαίνω στην αντίθετη μεριά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμεθίστημι:
1) взаимно переставлять, перемещать (ψηφίσματα καὶ νόμον Arph.; ἀντιμεθίστασθαι εἴς τι Arst.);
2) метаться в разные стороны, суетиться Luc.
Middle Liddell
I. to move from one side to the other, to revolutionise, Ar.
II. Pass., with aor. 2 and perf. act., to pass over to the other side, Luc.