ἀντίφερνος

From LSJ
Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφερνος Medium diacritics: ἀντίφερνος Low diacritics: αντίφερνος Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΝΟΣ
Transliteration A: antíphernos Transliteration B: antiphernos Transliteration C: antifernos Beta Code: a)nti/fernos

English (LSJ)

ον, (φερνή)

   A instead of a dower, ἀ. φθορά A.Ag.406 (lyr.).    II ἀντίφερνα, τά, = donatio propter nuptias, Cod.Just.5.3.20.

German (Pape)

[Seite 263] statt der Aussteuer, Aesch. Ag. 394 Ιλίῳ φθορὰν ἄγειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφερνος: -ον, (φερνὴ) ὁ ἀντὶ προικός, ἀντικαθιστῶν τὴν προῖκα, ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 406.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient lieu de dot, en guise de dot.
Étymologie: ἀντί, φερνή.

Spanish (DGE)

-ον
1 como dote φθορά A.A.406.
2 plu. subst. τὰ ἀντίφερνα dote, donatio propter nuptias, Cod.Iust.5.3.20.

Greek Monolingual

ἀντίφερνος, -ον (AM)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα
τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε
αρχ.
φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + φερνή «προίκα»].

Greek Monotonic

ἀντίφερνος: -ον (φερνή), αυτός που αντικαθιστά την προίκα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφερνος: ирон. служащий вместо приданого (φθορά Aesch.).

Middle Liddell

φερνή
instead of a dower, Aesch.