καθοπλίζω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A equip, arm fully, τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., arm oneself fully, Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; παντοπλίας κ. arm oneself in…, LXX 4 Ma.3.12:—Pass., to be so armed, X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος furnished with…, LXX 4 Ma.7.11: metaph., καλοκἀγαθίᾳ ib.11.22. II array, set in order: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν so ordering that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).
German (Pape)
[Seite 1288] bewaffnen, ausrüsten, τῇ πανοπλίᾳ Aesch. 3, 154, Sp., wie Plut. Cam. 34; die Bdtg »mit den Waffen bekämpfen, besiegen« ist falsch aus Soph. El. 1076 hergeleitet, wo τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα = »das Verbrechen bewaffnend« ist. – Med. sich rüsten, Pol. 3, 62, 7 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καθοπλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁπλίζω ἐντελῶς, καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ τέλος. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ φράσις: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις εἶναι: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ao. καθώπλισα;
1 armer;
2 triompher de, vaincre, acc..
Étymologie: κατά, ὁπλίζω.
English (Strong)
from κατά; and ὁπλίζω; to equip fully with armor: arm.
English (Thayer)
perfect passive participle καθωπλισμένος; "to arm (fully (cf. κατά, III:1 at the end)), furnish with arms": Xenophon, Plutarch, and others; the Sept..)
Greek Monolingual
(Α καθοπλίζω)
εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)
αρχ.
1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.)
2. παθ. καθοπλίζομαι
α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», Ξεν.)
β) είμαι εφοδιασμένος με κάτι («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁπλίζω (< ὅπλον)].
Greek Monotonic
καθοπλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. εξοπλίζω ή οπλίζω πλήρως, τῇ πανοπλίᾳ, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα, αυτή που έχει οπλιστεί εναντίον της ατιμίας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθοπλίζω: вооружать (τῇ πανοπλία Aeschin.; τῶν οἰκετῶν τριάκοντα Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-οπλίζω bewapenen, van wapens voorzien; med. zich bewapenen.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
I. to equip or arm fully, τῇ πανοπλίᾳ Aeschin.:—Pass. to be so armed, Xen.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα having taken arms against dishonour, Soph.
Chinese
原文音譯:kaqopl⋯zw 卡特-哦普利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-器具
字義溯源:充分武裝,裝備,排列,披掛整齊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὁπλίζω)=裝備)組成;而 (ὁπλίζω)出自(ὅπλον)*=器具)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 披掛整齊(1) 路11:21