βόστρυχος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, heterocl. pl. βόστρυχα in AP5.259 (Paul. Sil.), 6.71 (Id.): acc. pl.
A βόστρυχας Dionys.Av.2.7:—curl, lock of hair, Archil. 58, A.Ch.178, Ar.Nu.536, etc.: in sg. collectively, hair, ἀμπέτασον β. ὤμοις E.Hipp.202 (lyr.). 2 poet., anything twisted or wreathed, πυρὸς ἀμφήκης β. thunderbolt, A.Pr.1044: in pl., tendrils, Philostr. VA3.4. 3 metaph., ornament, τῆς ἠπείρου, of Smyrna, Aristid. Or.18(20).9; of Nicomedia, Lib.Or.61.12; ἑστίας χρυσοῦς β., of a son, Him. Or.23.7. II winged insect, perh.male of the glow-worm, Arist.HA551b26. 2 in pl., sea-wecd, Dionys.Av. l.c.
German (Pape)
[Seite 454] ὁ (vgl. βὁτρυς, βότρυχος), die Haarlocke, gekräuseltes Haar; Aesch. Ch. 166. 176; Ar. Nub. 528 u. sp. D.; spätere Prosa, LXX.; Luc. Deor. D. 2, 2. Uebertr., alles Geschlängelte, πυρὁς, Blitz, Aesch. Prom. 1046; vom Laube der Bäume Achill. Tat. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux, frisure;
2 p. anal. jet de foudre qui tournoie.
Étymologie: cf. βότρυς.
Spanish (DGE)
(βόστρῠχος) -ου, ὁ
• Morfología: [ac. plu. βόστρυχα AP 5.260 (Paul.Sil.)]
I del pelo
1 rizo, bucle Archil.166.2, A.Ch.178, E.Or.1267, Ar.Nu.536, Call.Fr.110.8, LXX Id.16.14, D.P.Au.2.9, Philostr.Ep.21, AP l.c., IStratonikeia 42.1
•fig. πυρὸς ἀμφήκης β. el doble bucle de fuego, e.d. el rayo, A.Pr.1044, βόστρυχον καπνοῦ rizo de humo S.Fr.1131.6 (cj.)
•conjunto de rizos, cabellera ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις extiende el pelo por los hombros E.Hipp.202
•Βόστρυχος Bucle tít. de una comedia de Alexis AB 115.12.
2 fig. adorno β. τῆς ἠπείρου de la ciu. de Esmirna, Aristid.Or.18.9, de Nicomedia, Lib.Or.61.12, ἑστίας χρυσοῦς β. Him.8.7.
II de otras cosas
1 zarcillo, follaje de plantas, Philostr.VA 3.4, Ach.Tat.1.15.4, Nonn.D.2.640.
2 n. de un insecto alado tal vez el macho de la luciérnaga, Arist.HA 551b26.
• Etimología: Término expresivo prob. contaminado de βότρυς q.u.
Greek Monolingual
ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)
1. μπούκλα, τούφα μαλλιών
2. πλεξίδα μαλλιών
αρχ.
1. η έλικα του κλήματος
2. ονομασία εντόμου
3. φρ. «βόστρυχος πυρός» — η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster «θύσανος, φούντα» καθώς και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή βάση. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, υπόθεση στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -χος με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος είναι ο συμφυρμός με τη λ. βότρυς (βλ. λ. βοστρύχιον και βότρυχος)].
Greek Monotonic
βόστρῠχος: ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. βότρυς),
1. μπούκλα μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς βόστρυχος, λέγεται για την αστραπή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βόστρῠχος: ὁ
1) вьющаяся прядь волос, локон Aesch., Arph., Plut., Luc.: πυρὸς β. Aesch. извивающаяся молния;
2) зоол. ночесветка-самец (Lampyris noctiluca mas) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: curl, lock of hair (Archil.).
Other forms: pl. also βόστρυχα (AP)
Derivatives: βοστρύχιον, also vine-tendril (Arist., AP), βοστρύχια στέμφυλα H.; cf. βότρυχος s. βότρυς; ; βοστρυχηδόν in locks (Luk.). - βοστρυχίζω, βοστρυχόομαι. On the χ-Suffix Schwyzer 498, Chantr. Form. 402.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. The suffix -υχ- could well be Pre-Greek (-υC- is frequent), and this is probable for the whole word. On the confusion with βότρυς s.v.
Middle Liddell
βότρυς
1. a curl or lock of hair, Aesch., etc.
2. anything twisted or wreathed, πυρὸς β., of a flash of lightning, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόστρυχος -ου, ὁ krul, lok; krulhaar:; ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις spreid mijn haardos over mijn schouders Eur. Hipp. 202; overdr.. πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος de dubbelzijdige lok van vuur (d.w.z. bliksem) Aeschl. PV 1044.
Frisk Etymology German
βόστρυχος: {bóstrukhos}
Forms: pl. auch βόστρυχα (AP),
Grammar: m.
Meaning: Haarlocke, auch übertr. in verschiedenen Bedeutungen (poet. seit Archil. und A., auch Arist. [als Insektenname] und späte Prosa).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum βοστρύχιον, auch Weinrebe (Arist., AP), βοστρύχια· στέμφυλα H.; vgl. βότρυχος s. βότρυς; — βοστρυχώδης (Philostr.), βοστρυχίτης (οἶνος) Weintrester (Aët.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 96), auch N. eines Steins (Plin.); βοστρυχηδόν in Locken, lockenweise (Luk.). — Denominutiva: βοστρυχίζω in Locken legen (Anaxil., D. H.), βοστρυχόομαι sich locken (Ach. Tat.). Zum χ-Suffix Schwyzer 498, Chantraine Formation 402 (unklar Specht Ursprung 254);
Etymology : Herkunft unbekannt. Von Froehde BB 10, 295f. mit awno. kvaster Quast und verwandten germanischen Wörtern verglichen, wozu noch lat. vespicēs pl. dichtes Gesträuch, aind. guṣpitá- verflochten, verschlungen, alb. gjeth Laub, Zweig, aserb. gvozd Wald usw.; alles semantisch und formal sehr hypothetisch. Weitere Lit. bei WP. 1, 644f., bes. Persson Beiträge 125f.
Page 1,254