ἀναμάχομαι

From LSJ
Revision as of 16:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάχομαι Medium diacritics: ἀναμάχομαι Low diacritics: αναμάχομαι Capitals: ΑΝΑΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: anamáchomai Transliteration B: anamachomai Transliteration C: anamachomai Beta Code: a)nama/xomai

English (LSJ)

   A renew the fight, retrieve a defeat, Hdt.5.121, 8.109, Th.7.61, Jul.Or.1.24c.    II metaph., ἀ. τὸν λόγον fight the argument over again, Pl.Hp.Ma.286d, cf. Phd.89c.    2 make good a loss, ἀ. τὰ ἁμαρτανόμενα Thphr.CP3.2.5, cf. Plu.Arat.28; περιπέτειαν Plb.1.55.5; ἡ φύσις τὴν φθορὰν ἀ. nature makes good the waste, Arist. GA755a31; ἀ. ταῖς μὴ ἀνελευθέροις συστολαῖς Phld.Oec.p.71J.; recover, Id.Mort.37; τὴν νίκην Memn.58; counteract, Aret.CD2.6.

German (Pape)

[Seite 197] (s. μάχομαι), von neuem kämpfen, den Kampf wieder beginnen, Her. 5, 121. 8, 109; mit dem Nebenbegriff: durch eine zweite Schlacht die frühere Niederlage ausgleichen, Xen. Cyr. 3, 1, 20; dah. Pol. 1, 55 τὴν περιπέτειαν hinzusetzt; τὸ ἐλάττωμα D. Sic. 14, 23; τὰ πρότερα σφάλματα D. Hal. 2, 55; κακοδοξίαν Plut. Dion. 18; übh. ersetzen, ἡ φύσις τῷ πλήθει τὴν φθορὰν ἀναμ. Arist. Gen. anim. 3, 4, sie ersetzt den Verlust (indem sie dagegen ankämpft); bei Plat. λόγον, von neuem bekämpfen, Phaed. 89 c; Hipp. mai. 286 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάχομαι: (ἴδε μάχομαι): Ἀποθ.: ― ἐκ νέου μάχομαι, ἀνανεώνω τὴν μάχην, ἐπανορθῶ ἧτταν, Ἡρόδ. 5. 121, 8. 109, Θουκ. 7. 61. ΙΙ. μεταφ., ἀν. τὸν λόγον, ἀναλαμβάνω ἀγῶνα συζητήσεως ἣν πρὸ ὀλίγου ἀπέφυγον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286C, πρβλ. Φαίδωνα 89C. 2) ἐπανορθῶ ζημίαν, ἀν. τὰ ἁμαρτανόμενα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· περιπέτειαν Πολύβ. 1. 55, 5· ἡ φύσις τὴν φθορὰν ἀν., ἡ φύσις ἐπανορθοῖ, ἀναπληροῖ τὴν ἔλλειψιν, τὴν ζημίαν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμαχοῦμαι;
1 (ἀνά de nouveau) combattre de nouveau, recommencer la lutte ; fig. ἀν. τὸν λόγον PLAT recommencer la discussion;
2 (ἀνά à rebours, au contraire) réparer (un échec) par un nouveau combat ; p. ext. réparer au prix de grands efforts (une perte).
Étymologie: ἀνά, μάχομαι.

Spanish (DGE)

I volver a dar la batalla, volver a la lucha abs. Hdt.5.121, 8.109, Th.7.61, Arist.Pr.916b23, Plb.6.52.6
fig. c. ac. int. ἀναμαχούμενος τὸν λόγον para volver a debatir el tema Pl.Hp.Ma.286d, cf. Phd.89c.
II 1reparar, resarcirse de τὰ δέ τινα (ἁμαρτανόμενα) Thphr.CP 3.2.5, τὴν ... περιπέτειαν Plb.1.55.5, cf. Plu.Arat.28, 2.223f, Iul.Or.1.24c, ψόγον Max.Tyr.21.1
contrarrestar ἡ φύσις ... τὴν φθοράν Arist.GA 755a31, cf. Phld.Oec.p.71, κακοδοξίαν Plu.Dio 18, τὴν τοῦ στομάχου κακοσιτίην Aret.CD 2.6.1.
2 recuperar Phld.Mort.37.2.

Greek Monolingual

ἀναμάχομαι)
μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα
αρχ.
1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια
2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ.

Greek Monotonic

ἀναμάχομαι: [ᾰ], μέλ. -μαχέσομαι, Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., αναζωπυρώνω τη μάχη, αποκαθιστώ προηγούμενη ήττα, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀν. τὸν λόγον, μάχομαι σε αγώνα λόγων άλλη μια ακόμη φορά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμάχομαι:
1) возобновлять сражение Her., Thuc., Xen.: ἀ. τὸν λόγον τινός Plat. вновь оспаривать чей-л. довод;
2) заглаживать, возмещать (τὴν φθοράν Arst.; τὴν γεγενημένην περιπέτειαν Polyb.; τὴν προτέραν ἧτταν Plut.; τὸ ἐλάττωμα Diod.): συμμάχους προσλαβόντες οἴονται ἀναμαχέσασθαι ἄν Xen. они рассчитывают обзавестись союзниками и отомстить (за поражение).

Middle Liddell


Dep., to renew the fight, retrieve a defeat, Hdt., Thuc.; ἀν. τὸν λόγον to fight the argument over again, Plat.