ἐπομβρία

From LSJ
Revision as of 21:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπομβρία Medium diacritics: ἐπομβρία Low diacritics: επομβρία Capitals: ΕΠΟΜΒΡΙΑ
Transliteration A: epombría Transliteration B: epombria Transliteration C: epomvria Beta Code: e)pombri/a

English (LSJ)

ἡ,    A heavy rain, abundance of rain, Hp.Aph.3.15 (pl.), D.55.11, etc.: generally, abundance of wet, πνευμάτων A.Fr. 300 : opp. αὐχμός, Hp.Aër.23, Ar.Nu.1120 : pl., Arist.Mete.360b6, Thphr.HP3.1.5, Str.11.3.4, etc. : metaph., shower, χερμάδων Lyc. 333 ; deluge, δέλτων Lib.Ep.333.5.    2 the Deluge, J.AJ1.2.3, al.    II humidity, of the body, Aret.SA2.4, SD2.1.

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, Uebermaaß von Regen, Strab. XI, 500; Ueberschwemmung, Aesch. frg.; Ggstz αὐχμός Ar. Nubb. 1119; Plat. Ax. 368 c; vgl. Plut. Sull. 14; χερμάδων Lycophr. 333; übertr., ῥημάτων Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπομβρία: πολλὴ βροχή, ἀφθονία βροχῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθόλου, πολλαὶ βροχαί, βροχερὸς καιρός, κατακλυσμὸς ὑδάτων, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 304· ἀντίθετον τῷ αὐχμός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294, Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· Δευκαλίωνος ἐπ. Κλήμ. Ἀλ. 380· ἐν τῷ πληθ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.: - μεταφ., χερμάδων ἐπομβρία Λυκόφρ. 333.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 abondance de pluies;
2 p. ext. inondation, déluge.
Étymologie: ἐπί, ὄμβρος.

Greek Monolingual

ἐπομβρία, ἡ (Α)
1. αφθονία βροχής
2. περίοδος με άφθονες βροχές
3. φρ. «χερμάδων ἐπομβρία» — βροχή από πέτρες.

Greek Monotonic

ἐπομβρία: ἡ, καταρρακτώδης βροχή, άφθονη υγρασία, υγρός καιρός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπομβρία:
1) проливной дождь, ливень Arph., Plat., Arst., Plut.;
2) наводнение Arph., Arst.

Middle Liddell

ἐπομβρία, ἡ,
heavy rain, abundance of wet, wet weather, Ar. [from ἔπομβρος

English (Woodhouse)

storm of rain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)