ἄπταιστος

From LSJ
Revision as of 16:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπταιστος Medium diacritics: ἄπταιστος Low diacritics: άπταιστος Capitals: ΑΠΤΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: áptaistos Transliteration B: aptaistos Transliteration C: aptaistos Beta Code: a)/ptaistos

English (LSJ)

ον,    A not stumbling, ἀπταιστστερον παρέχειν τὸν ἵππον make a horse less aptto stumble, X.Eq.1.6: metaph., ἄ ἐν τῷ βίῳ Epict. Gnom.52; δώμασιν ἀ. Limen.43, cf.M.Ant.5.9; βίος Luc.Am.46; infallible, Plot.5.3.17, Alex.Aphr.in Metaph.713.12; ἀλήθεια Iamb.Myst. 3.31; θεοὶ διδασκάλων-ότατοι Max.Tyr.38.1. Adv. -τως Pl.Tht.144b; inevitably, Gal.14.230: Comp.-ότερον with greater precision, Ptol.Tetr. 177:—also ἀπρο-τί, Hdn.Epim.256.    2 intact, Plu.2.691d.    II not causing to stumble, giving a good footing, λεία καὶ ἄ. ὁδός Max. Tyr.5.2.

German (Pape)

[Seite 340] nicht anstoßend, nicht stolpernd, ἀπταιστότερον παρέχειν τὸν ἵππον, machen, daß das Pferd weniger stolpert, Xen. Equ. 1, 6; übh. ohne Frevel, Eust.; ohne Anstoß, sicher, καὶ ἀμετακίνητος Nicom. arithm. 1. – Adv., ἀπταίστως καὶ λείως ἔρχεσθαι Plat. Theaet. 144 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne fait pas de faux pas ; fig. qui ne fait pas de fautes, infaillible;
2 où l’on ne fait pas de faux pas.
Étymologie: ἀ, πταίω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se cae ἵππος X.Eq.1.6
fig. que no se equivoca, seguro, infalible de pers. ναέται Δελφῶν Limen.43, αὐτὸς ἐν τῷ βίῳ ἄ. Epict.Gnom.52, θεοὶ διδασκάλων ἀπταιστότατοι Max.Tyr.38.1, de Dios, lit. crist. en PMich.inv.6427a.1.4 en ZPE 14.1974.194, de la hormiga ἄ. εἰς αὐτὸν (τόπον) παραγίνεται Horap.1.52, de abstr. βίος Luc.Am.46, ζῳή Plot.5.3.17, νοεῖν μὲν γάρ ἐστιν κατάληψις ἄ. τοῦ νοητοῦ Alex.Aphr.in Metaph.713.12, ἐπίγνωσις Theol.Ar.17, ἀλήθεια Iambl.Myst.3.31, τὸ ἔργον D.H.Dem.52, cf. Call.Fr.17.4
subst. τὸ ... ἀπταιστότερον τοῖς ἀξιώμασι παρακολουθεῖ Ptol.Tetr.4.3.6.
2 fig. indemne, intacto, conservado ὁ τῶν πάντων δυνάστης ἀπταίστους αὐτοὺς ἐρρύσατο ὀμοθυμαδόν LXX 3Ma.6.39, de la nieve, Plu.2.691d.
II que no hace caer ὁδὸς ἄ. camino sin tropiezos Max.Tyr.34.2.
III adv. -ως con seguridad, sin fallo ὁ δὲ ... ἀ. ... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις Pl.Tht.144b, ἀ. τυγχάνειν τοῦ τέλους Gal.14.230, εἶπον αὐτὰ ἀ. D.C.75.4.6, τὸ δ' ἐμπείρως ἐστὶν ... ἀ. Arr.Epict.2.13.21, αὐτοὺς ἀ. προπέμπειν Clem.Al.Strom.1.24.163, cf. Hsch.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of πταίω; not stumbling, i.e. (figuratively) without sin: from falling.

English (Thayer)

ἀπτιαστον (πταίω, which see), not stumbling, standing firm, exempt from falling (properly, of a horse, Xenophon, de re eq. 1,6); metaphorically: Winer s Grammar, 97 (92); Buttmann, 42 (37).)

Greek Monolingual

κ. άφταιστος, -η, -ο (AM ἄπταιστος, -ον) πταίω
1. αλάνθαστος, άψογος
2. αθώος
νεοελλ.
1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα
2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός
αρχ.
1. αυτός που δεν σκοντάφτει
2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος
3. (για δρόμο) αυτός που δεν προκαλεί ολίσθημα.

Greek Monotonic

ἄπταιστος: -ον (πταίω), αυτός που δεν σκοντάφτει σε εμπόδια· ἀπταιστότερος, ο λιγότερο ευεπίφορος ή επιρρεπής στο να σκοντάφτει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπταιστος:
1) не спотыкающийся (ἵππος Xen.);
2) не заставляющий спотыкаться, т. е. ровный (πορεία Plut.).

Middle Liddell

πταίω
not stumbling, ἀπταιστότερος less apt to stumble, Xen.

Chinese

原文音譯:¥ptaistoj 阿-普台士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-絆跌的
字義溯源:不絆跌,不失腳;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πταίω)=失足)組成;其中 (πταίω)出自(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編
1) 不失腳(1) 猶1:24