ἑκάς
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Adv. A afar, far off, Il.20.422, etc.; οὐχ ἑκάς που S.Ph.41 ; rare in Prose, Th.1.69,80 (and later, Nic.Dam.p.6D.) : c. gen., far from, far away from, ἑ. Ἄργεος Il.9.246, etc.: freq. following its case, 13.263, Od.14.496, al.; οὐ Χαρίτων ἑ. Pi.P.8.21, cf. E.Ph.907 ; ἑ. ἀπὸ τείχεος Il.18.256 ; ἀπὸ τῆς νήσου ἑ. Hdt.3.41. 2 Comp. ἑκαστέρω farther, Od.7.321, h.Bacch.29, Alc.Supp.5.8 (ἐκ-), Hdt.6.108, E.HF1047 (lyr.), etc.: c. gen., Hdt.2.169, al. ; also ἑκαστοτέρω dub. in Theoc.15.7 : Sup. ἑκαστάτω farthest, Il.10.113, Hdt.4.33 : c. gen., τοὺς ἑωυτῶν ἑ. οἰκημένους farthest from.., Id.1.134 ; τῆς Λιβύης ἑ. ἦλθε to the farthest point of Libya, Id.4.204, cf.9.14. II of Time, ἑ. ἐών afar, i.e. long after, Pi.P.2.54 ; οὐχ ἑ. χρόνου in no long time, Hdt.8.144 ; οὐχ ἑ. A.Ag.1650. [ᾰ ; ᾱ only in Call.Ap.2, in arsi.] (Prob. from ἕ and -κάς as in ἀνδρακάς ; lit. 'by himself'.)
German (Pape)
[Seite 751] nach Apoll. adverb. p. 570, 26 attisch ἔκας,fern, entfernt; absolut, Il. 20, 422; Pind. P. 2, 54 u. a. D.; auch Thuc. 1, 80; – oft mit dem gen., ἑκὰς Ἄργεος Il. 9, 246; vollständiger ἑκὰς δ' ἀπὸ τείχεός εἰμεν 18, 256; τινός auch Pind. P. 8, 22; Eur. Phoen. 907. Bei Her. 8, 194 auch οὐχ ἑκὰς χρόνου παρέσται, in nicht ferner Zeit. – Comparat. ἑκαστέρω, ferner, Od. 7, 321; Eur. Herc. fur. 1648 u. sp. D.; auch Her. 6, 108, der es mit dem gen. vrbdt, 3, 101; weiter als Etwas, 8, 60; bei Theocr. 15, 7 ἑκαστοτέρω nach Schol., mss. ἑκαστέρω. – Superl. ἑκαστάτω, sehr fern, Il. 10, 113; Λιβύης Her. 4, 204; 9, 14; ἀπό τινος, 1, 134 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκάς: Ἀττ., ἕκας κατὰ τὸν Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 570, 26· (ἴδε ἕκαστος ἐν τέλ.)· Ἐπίρρ., μακράν, μακρὰν ἀπό, Λατ. procul, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· οὐχ ἑκάς που Σοφ. Φ. 41· ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, ὡς οὐχ ἑκὰς Θουκ. 1. 69, 80· μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, ἑκὰς Ἄργεος Ἰλ. Ι. 346, κτλ.· ἀλλὰ πολλάκις ἕπεται μετὰ τὴν συντακτικὴν αὐτοῦ πτῶσιν, ὡς, ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν Ἰλ. Ν. 263· λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν Ὀδ. Ξ. 496, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 8. 30, Εὐρ. Φοίν. 907· ὡσαύτως, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος Ἰλ. Σ. 256· ἀπὸ τῆς νήσου ἑ. Ἡρόδ. 3. 41. 2) Συγκρ., ἑκαστέρω, «πορρωτέρω» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 321, Ἡρόδ. 6. 108, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047, κτλ. - μετὰ γεν., Ἡρόδ. 2. 169, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἑκαστοτέρω Θεόκρ. 15. 7: Ὑπερθ., ἑκαστάτω, «πορρωτάτω» τινός, ὁ αὐτ. 1. 134· τῆς Λιβύης ἑκαστάτω, εἰς τὸ ἀπώτατον ἄκρον τῆς Λιβύης, ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 9. 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἑκὰς ἐών, καίπερ ὢν πολὺ μεταγενέστερος, Πινδ. Π. 2. 98· οὐχ ἑκὰς χρόνου, οὐχὶ ἐν μακρῷ χρόνῳ, Ἡρόδ. 8. 144· οὐχ ἑκὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650· ᾰ· μακρὸν δὲ μόνον ἐν Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 2, ἐν ἄρσει.
French (Bailly abrégé)
I. adv. loin, au loin ; οὐχ ἑκάς που SOPH quelque part non loin ; ἑκὰς ἀπό τινος IL loin de qch;
II. prép. loin de, gén.;
1 avec idée de lieu, d’ord. après son rég. νηῶν ἑκάς OD loin des vaisseaux;
2 avec idée de temps, avant son rég. οὐχ ἑκὰς χρόνου HDT sans tarder.
Étymologie: pour *Ϝεκάς, *σϜεκάς, du th. σϜε-, litt. « pour soi, à part » ; cf. ἕκαστος.
English (Autenrieth)
(ϝεκάς): adv., far, remote; freq. w. gen., far from.—Comp., ἑκαστέρω, sup. ἑκαστάτω.
English (Slater)
ἑκᾰς
1 far off
1 adv.
a of time. εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν Ἀρχίλοχον (P. 2.54)
b? of place. ματαίων δὲ[ ]ἑκὰς ἐόντων (?out of reach) (Pae. 4.35)
2 prep. c. gen., far from ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος (met.) (P. 8.21) πάτρας ἐκὰς[ Πα. 13b. 2. μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (Pae. 14.36)
3 frag. ]ῳς κὰς[ (Pae. 2.44)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. ἐκ- Alc.36.8; βεκάς Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-, pero -ᾱ- Call.Ap.2]
• Morfología: [compar. ἑκαστέρω Od.7.321, Alc.l.c.; sup. ἑκαστάτω Il.10.113]
A adv.
I de lugar
1 lejos c. verb. de mov. o acción ἑκὰς δ' ἔπτατο Il.13.592, οὐδ' ἄρ' ἔτ' ἔτλη δηρὸν ἑ. στρωφᾶσθ' no aguantó más tiempo merodear lejos, Il.20.422, ἑ. δὲ φρυκτοῦ φῶς ... μολόν la luz de la hoguera llegando lejos ... A.A.292
•c. compar. ἰέναι ἑκαστέρω Hdt.9.2
•c. verb. de estado o reposo ῥίζαι γὰρ ἑ. εἶχον las raíces quedaban lejos para Odiseo subido al árbol de Escila Od.12.435, νῦν δ' ἤδη νηῦς ἅθ' ἑ. διέχω pero ahora como si fuera una nave, me encuentro ya lejos Thgn.970, ἀλκὰ δ' ἑ. ἀποστατεῖ la ayuda está lejos A.A.1104, ἑ. δ' ἀφεστώς E.HF 198, ἄνδρες, οἳ γῆν τε ἑ. ἔχουσι Th.1.80, cf. 8.104, τῶν ῥωγμέων ἔνιαι ἑ. ἐοῦσαι estando lejos (de la fractura) algunas de las heridas Hp.VC 5, ἑ. ἔμμεναι ἄλλον ἀπ' ἄλλου Q.S.9.545
•c. or. nominal οὐχ ἑ. που S.Ph.41, cf. OC 1668, τοὺς Ἀθηναίους οὐχ ἑ. (sabemos) que los atenienses no están lejos Th.1.69, Θησεὺς οὐχ ἑ. οὗτος Call.SHell.288.8, ἑ., ἑ. ὅστις ἀλιτρός lejos, lejos el que sea criminal Call.Ap.2, οὐ γὰρ ἑ. AP 9.282.4 (Antip.Thess.)
•modificado por un sintagma prep. ἑ. δ' ἀπὸ τείχεός εἰμεν Il.18.256, ὡς δὲ ἀπὸ τῆς νήσου ἑ. ἐγένετο Hdt.3.41, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.18
•a gran distancia o extensión Ἴστρον μιν καλέοντες ἑ. διετεκμήραντο llamándolo Istro trazaron su recorrido a gran distancia A.R.4.284, cf. 2.285, ἑ. δ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ en una gran extensión se enrojece el agua en la desembocadura de un río por el barro rojo, Opp.H.5.275
•reforz. c. otro adv. ἐλίασθεν πολλὸν ἑ. A.R.4.354
•en compar. εἴ περ ... ἑκαστέρω ἔστ' Εὐβοίης aunque esté más lejos que Eubea, Od.7.321, cf. Alc.36.8, ἡμεῖς μὲν ἑκαστέρω τε οἰκέομεν Hdt.6.108, cf. h.Bacch.29, ἑκαστέρω πρόβατε apartaos más lejos E.HF 1047
•sup. τῶν γὰρ νῆες ἔασιν ἑκαστάτω Il.10.113, cf. Hdt.4.33, τὺ δ' ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς tú vives cada vez más lejos Theoc.15.7.
2 separadamente, a cada uno νειμάμενος κασίεσσιν ἑ. περικυδέας ἀρχάς asignando a cada uno de los hermanos gloriosos reinos Nic.Th.345.
II lejos en el tiempo, mucho tiempo εἶδον γὰρ ἑ. ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμηχανίᾳ (Ἀρχίλοχον) sé, yo que vivo mucho después de Arquíloco, que las más veces estuvo en mala situación Pi.P.2.54, τοὔργον οὐχ ἑ. τόδε la acción no está lejos e.d. es inmediata A.A.1650.
B en uso prep. c. régimen de gen.
1 de lugar lejos c. n. de lugar ἑ. Ἄργεος Il.9.246, πόλιος Il.5.791, ἄστεος Od.3.260, E.El.246, A.R.3.207, ἑ. ἥμεθα πατρίδος αἴης Il.15.740, cf. Hes.Fr.233, 52c.35, A.R.4.131, ἑ. νήσων ἀπέχειν ... νῆα Od.15.33, ἑ. Κόλχων A.R.1.84
•c. n. de pers. ἑ. ἀνδρῶν ἀλφηστάων Od.6.8, ἑ. αὐτοῦ Hes.Sc.217
•fig. personif. ref. una actividad ναίο[ν] θ' ἑ. ἡρωΐδος θεαρίας Pi.Fr.52o.36
•frec. tras el rég. ἀνδρῶν δυσμενέων ἑ. lejos de los enemigos, Il.13.263, cf. Od.14.496, πάτρας ἑ. Pi.Fr.52n.(b).2, A.R.2.856, (νέον) εἴργω τῶνδ' ἑ. ὕμνων Tim.15.215, τάξεων ἑ. E.Heracl.673, μετεωρολόγων δ' ἑ. E.Fr.913.2, ἀπελθέτω νυν θεσφάτων ἐμῶν ἑ. que huya ahora lejos de mis predicciones E.Ph.907, cf. Pi.P.8.21, πέτρης ἑ. ἀίσσουσιν A.R.2.134, Θεσπιέων ἀνδρῶν ἑ. ὄψεαι Arat.223, cf. AP 7.39 (Antip.Thess.), τεκέων ἑ. ἵσταται Opp.H.1.667, νεκροῦ ἑ. Q.S.2.323, cf. 9.416, Nonn.D.17.390
•en uso adnom. πεδίον οὐχ ἑ. Βαβυλῶνος Nic.Dam.4 (p.332)
•en compar. τὸ τοῦ Ἀμάσιος σῆμα ἑκαστέρω μὲν ἐστι τοῦ μεγάρου Hdt.2.169 etc.
•en sup. τοὺς ἑωυτῶν ἑκαστάτω οἰκημένους aquellos de ellos que viven más lejos Hdt.1.134, τῆς Λιβύης ἑκαστάτω ἦλθε fue al punto más alejado de Libia Hdt.4.204, cf. 9.14, Hp.Art.9.
2 de tiempo οὐκ ἑκὰς χρόνου en poco tiempo Hdt.8.144.
• Etimología: Quizá comp. de ἑ- < +su̯e- y *κατ (cf. κατά), ya que ἑκάς inicialmente responde a καθ' ἑαυτόν o -κας rel. ai. śata-śáḥ ‘ciento por ciento’.
Greek Monotonic
ἑκάς: [ᾰ], Αττ. ἕκας, επίρρ.,
I. 1. μακριά, μακριά από, Λατ. procul, σε Όμηρ., Τραγ.· οὐχ ἑκάς, σε Θουκ.· με γεν., μακριά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος, στο ίδ.
2. Συγκρ. ἑκαστέρω, μακρύτερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης ἑκαστέρω, σε Θεόκρ.· υπερθ., ἑκαστάτω, πάρα πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἑκαστάτω τινός, πάρα πολύ μακριά από..., στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, οὐχ ἑκὰς χρόνου, σε όχι μακρινό χρονικό διάστημα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκάς:
I атт. v. l. ἕκᾰς adv. далеко, вдалеке, вдали Hom., Soph., Eur., Her., Thuc.: οὐχ ἑ. χρόνου Her. в недалеком будущем.
II в знач. praep. cum gen. далеко (вдали) от (τινος Hom., Pind., Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: far, far-away, local, also temporal (Il.); βεκάς (= Ϝεκ.) μακράν H.
Compounds: Comp. ἑκαστέρω, superl. ἑκαστάτω
Derivatives: ἕκα-θεν from afar (Il.; vgl. ἑκά-τερος), ἀφ-εκάς far off (Nic.).
Origin: IE [Indo-European] [882!] *su̯e-ḱm̥t-s for oneself
Etymology: Cf. ἀνδρα-κάς man for man (ν 14) from the reflexive-anaphoric ἕ, ἑ (s. v.), so prop. for oneself (IE *ḱm̥t-s?). The same distributive suffix also in Sanskrit., e. g. śata-śáḥ hundred by hundred; cf. Schwyzer 630 w. n. 4. - Unclear εκαδι (dat., Dura, hell.) name of a piece of ground, s. Cumont Rev. de phil. 48, 104.
Middle Liddell
I. far, afar, far off, Lat. procul, Hom., Trag.; οὐχ ἑκάς Thuc.:—c. gen. far from, far away from, Il.; also, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος Il.
2. comp. ἑκαστέρω, farther, Od., etc.:—c. gen., Hdt.; also ἑκαστοτέρω Theocr.:—Sup. ἑκαστάτω, farthest, Il., Hdt.; ἑκαστάτω τινός farthest from . . , Hdt.
II. of Time, οὐχ ἑκὰς χρόνου in no long time, Hdt.
Frisk Etymology German
ἑκάς: {hekás}
Grammar: Adv.
Meaning: fern, entfernt, entlegen, lokal, auch temporal (vorw. poet. seit Il.); βεκάς (= ϝεκ.)· μακράν H.
Composita : Komp. ἑκαστέρω, Superl. ἑκαστάτω
Derivative: Davon ἕκαθεν von fern, aus der Ferne (poet. seit Il., späte Prosa; vgl. ἑκάτερος), ἀφεκάς entfernt (Nik.).
Etymology : Bildung wie ἀνδρακάς Mann für Mann (ν 14 u. a.) aus dem reflexiv-anaphorischen ἕ, ἑ (s. d.), also eig. für sich. Dasselbe Distributivsuffix liegt auch im Altind., z. B. śata-śáḥ hundert für hundert, zu Hunderten, vor; vgl. Schwyzer 630 m. A. 4, wo weitere Lit. — Unklar εκαδι (Dat., Dura, hell.) Ben. eines Grundstücks, s. Cumont Rev. de phil. 48, 104.
Page 1,473