παριππεύω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5. 2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3. 3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77. 4 surpass, Philostr.VS1.24.9.
German (Pape)
[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
French (Bailly abrégé)
aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου
μσν.-αρχ.
(ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου
β) παραλείπω, παραμελώ
αρχ.
1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι
2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος
3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω
4. υπερβαίνω, υπερτερώ, ξεπερνώ («δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους», Εύβουλ.)
5. ιππεύω μέχρι ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἱππεύω (< ἴππος)].
Greek Monotonic
παριππεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι έφιππος, πόντον, σε Ευρ.· ιππεύω παραπλεύρως, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παριππεύω:
1) проезжать на конях (πόντον Eur. - о Диоскурах): οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. сиракузская конница;
2) подъезжать верхом (ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ιππεύω langs... galopperen, met acc.: πόντον langs de zee Eur. Hel. 1665.
Middle Liddell
fut. σω
to ride along or over, πόντον Eur.: to ride alongside, Thuc.