δυσαής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ές, (ἄημι) A ill-blowing, stormy, ἀνέμοιο δυσαέος Il.5.865; Ζεφύροιο δ. 23.200, al.: poet. gen. pl. δυσαήων for δυσαέων, Od.13.99. 2 generally, excessive, δ. κρυμός Call.Dian.115; καῦμα Q.S.13.134; κῦμα AP7.739 (Phaedim.). II ill-smelling, of a seal, Opp.C.3.114; φάρμακα Id.H.4.662.
German (Pape)
[Seite 675] ές, 1) widrig wehend, entweder entgegen oder heftig wehend; Att. Prosa δύσπνοος, Scholl. Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος: ἤγουν Λιβὸς δυσπνόου, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 30 Δυσαέος· δυσπνόου. »βορέαο δυσαέος«. Wohin dies Citat gehört, ist undeutlich. Homer hat das Wort fünfmal: Odyss. 5, 295 Ζέφυρός τε δυσαής, Iliad 23, 200 Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος, Iliad. 5, 865 ἀνέμοιο δυσαέος, Odyss. 13, 99 ἀνέμων δυσαήων. Vgl. ἀκραής, ἁλιαής, ζαής, ὑπεραής u. s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 297. – Sp. brauchen es von κρυμός, heftige Kälte, Callim. Dian. 115; καῦμα, Qu. Sm. 13, 134; κῦμα, Phaedim. 4 (VII, 739). – 2) übel riechend; φάρμακα, Opp. C. 3, 114.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ κακῶς πνέων, θυελλώδης ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) καθόλου, ὑπερβολικός, δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· καῦμα Κόϊντ. Σμ. 13. 134· κῦμα Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au souffle violent ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἄημι.
Spanish (DGE)
(δυσᾱής) -ές
• Morfología: [no contr. ac. δυσαέα Call.Dian.115; gen. δυσαέος Il.5.865; plu. gen. δυσαήων Od.13.99]
I 1desapacible, tormentoso de vientos καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο Il.l.c., Ζέφυρος Il.23.200, Od.5.295, 12.289, cf. 13.99, Thphr.Vent.42, κρυμός D.P.669.
2 unido a un viento perjudicial o excesivo de condiciones climáticas o el oleaje κρυμός Call.l.c., Αἰγαίου κῦμα AP 7.739 (Phaedim.), καῦμα Q.S.13.134, cf. 482
•de lugares expuesto a vientos violentos αἵ τε δυσαεῖς ἐσχατιαὶ Πίνδοιο Call.Del.138.
II maloliente φάρμακα Opp.H.4.662, φώκη Opp.C.3.114.
III fig. vehemente, violento χόλος Gr.Naz.M.37.1311.
• Etimología: Comp. de δυσ- y ἄημι qq.u., c. alarg. del segundo término.
Greek Monolingual
δυσαής, -ές (Α)
1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης
2. υπερβολικός, έντονος («δυσαής κρυμός» — τσουχτερό κρύο)
3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία.
Greek Monotonic
δυσᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει με σφοδρότητα, θυελλώδης, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσ-αήων αντί -αέων, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱής: (эп. gen. δυσαέος) дующий навстречу, встречный, противный, неблагоприятный (ἄνεμος Hom.; κῦμα Anth.).
Frisk Etymological English
έςGrammatical information: adj.
Meaning: blowing violently, stormy (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From δυσ- and ἄημι with metrical lengthening. (Cf. ὑπεραής, ἄελλα, Λ 297).
Middle Liddell
δυσ-ᾱής, ές adj ἄημι
ill-blowing, stormy, of winds, Hom.; epic gen. pl. δυσ-αήων for -αέων, Od.
Frisk Etymology German
δυσαής: -ές
{dus-āḗs}
Meaning: widrig wehend, stürmisch, auch übertr. heftig; übelriechend (ep. seit Il.).
Etymology : Zusammenbildung aus δυσ- und ἄημι mit metrischer Dehnung. Ähnlich ὑπεραής (ἄελλα, Λ 297).
Page 1,426