χρήμα
Greek Monolingual
-ατός, το / χρῆμα, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πληθ. χρείματα, τὰ, Α
1. συναλλακτικό μέσο, νόμισμα
2. (στον εν. και στον πληθ.) τα χρήματα
η περιουσία σε νόμισμα, μετρητά, λεφτά, παράδες (α. «έχει πολλά χρήματα» β. «πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κοινής αποδοχής μέσο οικονομικών ανταλλαγών, στο οποίο έχουν εκφραστεί οι τιμές και οι αξίες και το οποίο αποτελεί το κύριο μέτρο του πλούτου
2. φρ. α) «αγορά χρήματος»
(οικον.) η χρηματαγορά
β) «θερμό χρήμα» — κεφάλαια που μετακινούνται από μία χώρα σε άλλη σε βραχυχρόνια βάση
γ) «λογιστικό - τραπεζικό χρήμα» — χρήμα που δημιουργεί η ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με την μετατροπή σε δάνεια τών καταθέσεων τών καταθετών
δ) «ξεπλυμένο χρήμα» — χρήμα που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο, με διάφορα τεχνάσματα, εμφανίζεται από τους κατόχους του να έχει νόμιμη προέλευση
ε) «πλαστικό χρήμα» — τα χρηματικά ποσά που διακινούνται μέσω τών πιστωτικών και χρεωστικών πλαστικών καρτών που εκδίδουν τράπεζες και επιχειρήσεις με στόχο τη διευκόλυνση τών συναλλαγών και τών ταξιδιών
στ) «ποσοτική θεωρία χρήματος» — οικονομική θεωρία που συσχετίζει αλλαγές στο επίπεδο τών τιμών με τις μεταβολές στην ποσότητα του χρήματος
ζ) «έπεσε πολύ χρήμα» — δαπανήθηκαν πολλά χρήματα
η) «έχει χρήμα με ουρά» — είναι βαθύπλουτος
θ) «είναι ανώτερος χρημάτων» — είναι αδέκαστος, δεν δωροδοκείται
ι) «ο χρόνος είναι χρήμα» — βλ. χρόνος
3. παροιμ. «έχεις χρήματα, έχεις πατήματα» — δηλώνει ότι το χρήμα προσδίδει στον κάτοχό του κοινωνική δύναμη
αρχ.
1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος
2. ιερό κειμήλιο ναού
3. τιμή, αξία
4. συμβάν, γεγονός
5. μάχη, συμπλοκή
6. χρησμός
7. (για πρόσ. και για πράγμ.) μεγάλος αριθμός
8. στον πληθ. α) χρέη
β) εμπορεύματα
9. φρ. α) «τί χρῆμα;»
i) τί πράγμα, τί;
ii) γιατί;
β) «τί δ' ἐστι χρῆμα» — τί συμβαίνει; (Αισχύλ.)
γ) «μάλιστα χρημάτων» — πάνω απ' όλα, κυρίως
δ) «τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον» — πόσο πολύ μεγάλες είναι οι νύχτες (Αριστοφ.)
ε) «λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως» — τί λαμπρή πόλη (Αριστοφ.)
στ) «πᾱν χρῆμα κινῶ» — κινώ κάθε λίθο, κάνω οτιδήποτε (Ηρόδ.)
ζ) «τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον» — το έργο, η πράξη δείχνει το ποιόν του ανθρώπου (Πίνδ.)
10. παροιμ. α) «χρήματα ψυχὴ πέλεται βροτοῑσι» — δηλώνει ότι η περιουσία έχει ζωτική σημασία για κάθε άνθρωπο (Ησίοδ.)
β) «χρήματ' ἀνήρ» — δηλώνει ότι η περιουσία προσδίδει υπόσταση σε έναν άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -μα τών ουδ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πλούτη, τα αγαθά, τα νομίσματα και την περιουσία σε νομίσματα (δηλαδή τα εισοδήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς εύκολα κάθε στιγμή, σε αντιδιαστολή προς τη λ. κτῆμα), ενώ απαντά και με τη γενική σημ. «πράγμα, υπόθεση» (για το ζεύγος χρῆμα: χρῆσις, βλ. λ. χρήση). Η λ. χρῆμα απαντά ως β' συνθετικό με τις μορφές -χρήμων, η οποία είναι αρχαιότερη (πρβλ. ἀ-χρήμων, φιλο-χρήμων) και -χρήματος, η οποία απαντά κυρίως στον πεζό λόγο (πρβλ. ἀ-χρήματος, φιλο-χρήματος)].