νικώ

From LSJ
Revision as of 08:36, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457

Greek Monolingual

και ανικώ, -άω (ΑΜ νικῶ, -άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ.-δωρ. τ. νίκημι)
1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό
2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει ἐνίκα», Ομ. Ιλ.
β. «πᾱσαν ἀρετήν νενικηκώς», Πλάτ.)
3. (για γνώμη) υπερτερώ, επικρατώβουλή δὲ κακή νίκησεν», Ομ. Οδ.)
4. μτφ. καταστέλλω, δαμάζω, υπερνικώ («μὴ φόβος σε νικάτω φρένας», Αισχύλ.)
5. φρ. «ἐν τούτῳ νίκα» — φράση γραμμένη πάνω σε σταυρό, την οποία, κατά τον θρύλο, είδε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 312 μ.Χ. στον ουρανό κατά την εκστρατεία του εναντίον του Μαγεντίου
νεοελλ.-μσν.
1. κερδίζω κάτι ως έπαθλο νίκης
2. (για ερωτ. υπόθεση) κυριεύω, γοητεύω, κατακτώ
3. (η προστ. ενεστ. ενάρθρως) βλ. νίκα
μσν.
1. μέσ. νικώμαι, -άομαι
αποτυγχάνω, αδυνατώ
2. φρ. α) «νικῶ ἔρωτα» — ικανοποιώ την ερωτική επιθυμία κάποιου
β) «λαγχάνω τὴν νικῶσαν» ή «λαμβάνω τὴν νικῶσαν» — είμαι νικητής
3. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) νικημένος
νικητής
αρχ.
1. ασκώ επίδραση («νικᾷ γὰρ ἀρετή με τῆς ἔχθρας πολύ», Σοφ.)
2. (συν. σε απρόσ. έκφραση) νικᾷ
εγκρίνεται, αποφασίζεται, υπερισχύει («τέλος γε μέντοι δεῡρ' ἐνίκησε μολεῖν», Σοφ.)
3. παθ. είμαι κατώτερος, ηττώμαι, καταβάλλομαι από κάποιον
4. φρ. α) «νικῶ τὴν δίκην» — κερδίζω τη δίκη
β) «νικῶ Ὀλύμπια» — είμαι νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες
γ) «πολὺ νικῶ» — νικώ οριστικά
δ) «νικῶ πᾱσι τοῖς κριταῑς» ή «ἑνὶ κριτῇ» — νικώ κατά τη γνώμη όλων τών κριτών ή κατά πλειοψηφία ενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη].