γενέθλιος

From LSJ
Revision as of 17:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέθλιος Medium diacritics: γενέθλιος Low diacritics: γενέθλιος Capitals: ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ
Transliteration A: genéthlios Transliteration B: genethlios Transliteration C: genethlios Beta Code: gene/qlios

English (LSJ)

ον, also α, ον Lyc.1194:—A of or belonging to one's birth, γ. δόσις a birthday gift, A.Eu.7; ἡ γενέθλιος ἡμέρα birthday, Epicur. Fr.217, OGl111.29 (ii B. C.), etc.; γενεθλία ἡμέρα ib.222.6 (iii B. C.): pl., ib.493.20 (ii A. D.); τῇ γενεθλίᾳ POxy.494.24 (ii A. D.); and ἡ γενέθλιος, without ἡμέρα, CIG3957b, Luc.Dem.Enc.2; γενέθλιον ἦμαρ AP6.261 (Crin.); also ἀγὼν γ. τοῦ θεάτρου to celebrate a birthday, ClG 4342d (Aspendus); τὰ γ. birthday feast, SIG463.11; γ. θύειν offer birthday offerings, E.Ion653, Pl.Alc.1.121c; ἑστιᾶν Luc.Herm.11, cf. BGU362x9 (iii A. D.), etc. II of one's race or family, especially of tutelary gods, Ζεὺς γ. Pi.O.8.16, P.4.167; γ. δαίμων Id.O.13.105; γ. θεοί A.Th.639 (but in Pl.Lg.729c, 879d, presiding over generation, and in D.H.1.67, = Penates); αἷμα γ. kindred blood, E.Or.89; γ. ἀραί a parent's curse, A.Ch.912. III giving birth, generative, γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70; γ. πόρος thy natal stream, A.Eu.293; βλάσται γ. S.OC972; ἀνέλυσα γενέθλιον… [δελφύν], of her first child, Hymn.Is.17.

German (Pape)

[Seite 481] ον, auch -ία, Lycophr. 1194, 1) zur Geburt gehörig; δόσις Aesch. Eum. 7; βλάσται Soph. O. C. 976. Bes. ἡμέρα, Geburtstag, ἦμαρ Crinag. 8 (VI, 261); ohne dies ἡ γενέθλιος Plut. Pomp. 79; Luc enc. Dem. 21; – τὰ γενέθλια, Geburtstagsfeier, Plat Conv. 203 c; Xen. Cyr. 1, 3, 10; ἑορτάζειν Plat. Alc I, 121 b; ἑστιᾶν Luc. Hermot. 11; θύειν, mit Opfer feiern, Eur. Ion. 653; θύειν καὶ ἄγειν Plut.; – θεοί die die Geburt beschützen, Plat. Legg. V, 729 c IX, 879 d – 2) Zum Geschlecht, zur Familie gehörig, Ζεύς Pind Ol. 8, 16 P. 4, 167, Stammvater; δαίμων Ol. 13. 101, das angeborne Geschick; θεοί Aesch. Spt. 621, Stammgötter; bei Dion. Hal. 1, 67 = Penates; ἀραί Ch. 899, Fluch der Eltern; αἷμα γεν. Eur. Or. 89, das Blut der Mutter. – 3) erzeugend, Aesch. Eum. 283.

Greek (Liddell-Scott)

γενέθλιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Λυκ. 1194· - ἀνήκων εἴς τινος τὴν γέννησιν, Λατ. natalis, γ. δόσις, δῶρον ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 7· τῇ γενεθλίῳ ἡμέρᾳ, κατὰ τὰ γενέθλιά τινος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2930b (προσθήκ.), 3417, 3902b· καὶ ἡ γενέθλιος ἄνευ τοῦ ἡμέρα, 3957b· γενέθλιον ἦμαρ Ἀνθ. Π. 6. 261· - ὡσαύτως, ἀγὼν γ., ἀγὼν πρὸς τιμὴν τῶν γενεθλίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4342d. κ ἑξ.· τὰ γενέθλια, ἡ ἐπὶ τῇ γεννήσει ἢ τοῖς γενεθλίοις ἑορτὴ (ἀλλὰ παρ’ Ἐκκλ. ἡ ἀνάμνησις τοῦ θανάτου μάρτυρός τινος, ἴδε γενέσια), γ. θύω, προσφέρω ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις μου θυσίαν, Εὐρ. Ἴωνι 653, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἑστιᾶν, ἄγειν Λουκ. Ἑρμοτ. 11, κτλ. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὸ γένος ἢ τὴν οἰκογένειάν τινος, ἰδίως οἱ προστάται θεοὶ (dii gentiles), Ζεὺς γ. Πίνδ. Ο. 8. 20, Π. 4. 299· γ. δαίμων ὁ αὐτ. Ο. 13. 148· γ. θεοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 639 (ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. Νόμ. 729C, 879D, dii genitales, oἱ προϊστάμενοι τῆς γενέσεως)· - γενέθλιον αἷμα, συγγενικόν, Εὐρ. Ὀρ. 89· γ. ἀραί, κατάρα τοῦ πατρός, Αἰσχύλ. Χο. 912. ΙΙΙ. ὁ παρέχων γέννησιν, γεννητικός, γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, δηλ. ὁ, ἥλιος, Πίνδ. Ο. 7. 129· γεν. πόρος, τὸ ῥεῦμα ἔνθα ἐγεννήθης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 293· βλάσται γεν. Σοφ. Ο. Κ. 972· ἀνέλυσα γενέθλιον... [νηδύν], ἐπὶ τοῦ πρώτου τέκνου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1028. 17.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. 1 qui concerne la naissance : γενέθλιος δόσις ESCHL présent fait (au nouveau-né) le jour de fête qui suit sa naissance ; ἡ γενέθλιος (ἡμέρα) PLUT jour de la naissance ; τὰ γενέθλια, fête pour le jour de la naissance;
2 qui concerne la famille : γενέθλιαι ἀραί ESCHL malédiction des parents ; γενέθλιοι θεοί ESCHL dieux tutélaires ou protecteurs de la famille;
II. qui engendre.
Étymologie: γενέθλη.

English (Slater)

γενέθλιος
a ancestor of one's family Ζηνὶ γενεθλίῳ as ancestor of the Blepsiadai (O. 8.16) Ζεὺςγενέθλιος ἀμφοτέροις of Jason and Pelias (P. 4.167)
b of one's family εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι (O. 13.105)
c birthgiving cf. γενέτειρα. ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ Helios (O. 7.70)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γενέθλιος, -ον, Α και γενέθλιος, -α, -ον) γενέθλη
1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα της γέννησης κάποιου
2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλια
α) η επέτειος της ημέρας της γέννησης κάποιου
β) ο εορτασμός αυτής της ημέρας
αρχ.
1. (ειδικά για θεούς) αυτός που προστατεύει το γένος ή την οικογένεια κάποιου
2. συγγενικός
3. πατρικός
4. αυτός που παράγει, που γεννά κάτι
5. φρ. γενέθλιος (ἡμερα) ή γενέθλιον (ἦμαρ)
τα γενέθλια.

Greek Monotonic

γενέθλιος: -ον, I. αυτός που σχετίζεται ή ανήκει στη γέννηση κάποιου, Λατ. natalis· γενέθλιος δόσις, δώρο γενεθλίων, σε Αισχύλ.· ἡ γενέθλιος (με ή χωρίς το ἡμέρα), η ημέρα γέννησης κάποιου, σε Συλλ. Επιγρ.· ομοίως, τὰ γενέθλια, γιορτή προς τιμήν της ημέρας γεννήσεως, οι προσφορές για την ημέρα της γέννησης, σε Ευρ.
II. αυτός που ανήκει στη γενιά ή στην οικογένεια κάποιου, λέγεται ιδίως για τους προστάτες θεούς (Λατ. dii gentiles)· Ζεὺς γενέθλιος, σε Πίνδ.· γενέθλιοι θεοί, σε Αισχύλ.· γενέθλιον αἷμα, το συγγενικό αίμα, σε Ευρ.· γενέθλιοι ἀραί, οι κατάρες του γονιού, σε Αισχύλ.
III. αυτός που δίνει ζωή· γενέθλιος πόρος, το ρεύμα όπου γεννήθηκες, στον ίδ.· βλασταὶ γενέθλιοι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γενέθλιος:
1) родовой, родной, кровный (θεοί Aesch., Arst., Plut.): Ζεὺς γ. Pind. Зевс, покровитель рода; αἷμα γενέθλιον κατανύειν Eur. быть матереубийцей; γενέθλιοι ἀραί Aesch. родительские проклятия;
2) производящий или произведший на свет (γ. ἀκτίνων πατήρ = ἥλιος Pind.; χεῦμα γενεθλίου πόρου Aesch.): βλάσται γενέθλιοι πατρός Soph. отцовское семя;
3) связанный с рождением: γ. ἡμέρα Plut. или ἦμαρ Anth. день рождения; γ. δόσις Aesch. подарок ко дню рождения; γενέθλιοι θεοί Plat. боги, покровительствующие рождению (ср. 1).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενέθλιος -ον γενέθλη
1. behorend tot het geslacht :. θεοὶ γ. familiegoden Aeschl. Sept. 639; γ. ἀραί vervloekingen door een ouder Aeschl. Ch. 912; αἷμα γενέθλιον familiebloed Eur. Or. 89.
2. behorend bij de geboorte:; θεοί γ. geboortegoden Plat. Lg. 729c; ἡ γενεθλία (sc. ἡμέρα); verjaardag subst., als acc. v. h. inw. obj.:; γενέθλια θύειν het offer ter gelegenheid van de geboortedag brengen Eur. Ion 653; βασιλέως γενέθλια ἅπασα θύει καὶ ἑορτάζει ἡ Ἀσία heel Azië viert met offers en feesten de verjaardag van de koning Plat. Alc.1 121c; γενέθλια θυγατρὸς ἑστιῶν met een feestmaal de verjaardag van zijn dochter vierend Luc. 70.11; leven schenkend :. χεῦμα γενεθλίου πόρου de stroom van de rivier die haar het leven schonk Aeschl. Eum. 293; βλάσται γενέθλιαι levenwekkende geboorte Soph. OC 972.

Middle Liddell


I. of or belonging to one's birth, Lat. natalis, γ. δόσις a birthday gift, Aesch.; ἡ γενέθλιος (with or without ἡμέρα) one's birth-day, Inscr.; so τὰ γενέθλια a birthday feast, birthday offerings, Eur.
II. of one's race or family, especially of tutelary gods (dii gentiles), Ζεὺς γ. Pind.; γ. θεοί Aesch.:— γενέθλιον αἷμα kindred blood, Eur.; γ. ἀραί a parent's curse, Aesch.
III. giving birth, γεν. πόρος thy natal stream, Aesch.; βλάσται γεν. Soph.

Chinese

原文音譯:genšsia 給尼西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:成為
字義溯源:生日,慶祝生日;源自(γένεσις)=誕生);而 (γένεσις)出自(γενεά)=族系), (γενεά)出自(γένος)=親戚,族裔), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 生日(2) 太14:6; 可6:21

English (Woodhouse)

opposed to foreign

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)