ἀνιάω
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
[ᾰν], S.Aj.266, etc.: 3sg. impf. ἠνία ib.273, Pl.Grg.502a: fut. ἀνιάσω [ᾱς] X.An.3.3.19, Ep. A ἀνιήσω Hom.: aor. ἠνίᾱσα And.1.50, etc.; Dor. ἀνίᾱσα Theoc.2.23: pf. ἠνίᾱκα Hld.7.22:—Pass., ἀνιῶμαι Od.15.335, etc., Ion. 3pl. opt. ἀνιῴατο Hdt.4.130: 3pl. impf. ἠνιῶντο X.Cyr.6.3.10: fut. ἀνιάσομαι Ar.Fr.488.11, X.Mem.1.1.8 (ἀνιαθήσομαι only in Gal.Anim.Pass.9); Ep. 2sg. ἀνιήσεαι Thgn.991: aor. ἠνιάθην X.HG6.4.20; Ion. -ήθην Il.2.291: pf. ἠνΐημαι Mosch. 4.3: the aor. Med. ἀνιάσασθαι is v.l. for ἀνιᾶσθαι in Gal.UP6.16: (ἀνία) . [ῑ always in Hom. and S.; ῐ in Thgn. and late Poets; ῐ in Ar. l. c., etc.]:—commoner form of the Ep. ἀνιάζω, grieve, distress, c. acc. pers., ἀνιήσει . . υἷας Ἀχαιῶν Od.2.115, cf. 20.178; μηδὲ φίλους ἀνία Thgn.1032; φίλους ἀνιῶν S.Aj.266: c. acc. rei, ἀνιᾷ μου τὰ ὦτα Pl.Grg.485b: c. dupl. acc., ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας S.Ant.319: c. acc. pers. et neut. Adj., τί ταῦτ' ἀνιᾷς με; ib.550; παῦρ' ἀνιάσας, πόλλ' εὐφράνας (sc. ὑμᾶς) Ar.Pax764; ἠνίασά σε οὐδὲν πώποτε And. 1.50:—Pass., to be grieved, distressed, c. dat. pers. vel rei, ἀνιᾶται παρεόντι he is vexed by one's presence, Od.15.335; ἀ. ὀρυμαγδῷ 1.133; σύν σοι . . παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα Thgn.655; πάσχων ἀνιήσεαι Id.991; ἀ. ὑπομιμνῄσκων Lys.13.43; δαπανὼντα ἀνιᾶσθαι X.Cyr.8.3.44; περί τινος Ar.Lys.593: c. neut. Adj., τοῦτ' ἀνιῶμαι πάλαι I have long been vexed at tnis, S.Ph.906; πολλὰ μὲν αὐτοὺς ἀνιωμένους, πολλὰ δὲ ἀνιῶντας τοὺς οἰκέτας X.Oec.3.2: abs., οὐδ' ἂν . . ἀνιῷτο Thgn.1205: especially in aor. part. Pass. ἀνιηθείς disheartened, Od.3.117, Il.2.291.
German (Pape)
[Seite 236] (ἀνία), belästigen, beschwerlich fallen, Od. 19, 66, vgl. 20, 178; τινά, 2, 115; Soph. Ai. 259; auch mit doppeltem acc., τί ταῦτ' ἀνιᾷς με; Ant. 546; σὲ τὰς φρένας 319; auch in Prosa, Plat. Gorg. 485 b; Ggstz ὠφελεῖν Xen. Cyr. 1, 4, 25, εὐφραίνω Ar. Pax 748. – Pass. (ἠνιάθησαν Xen. Hell. 6, 4, 20, fut. med. ἀνιάσεται An. 4, 8, 26), belästigt werden, Ggstz εὐφραίνεσθαι Xen. Mem. 1, 1, 8; παρεόντι ἀνιᾶται, er wird durch Jemandes Auwesenheit belästigt, Od. 15, 335; ἀνιηθεὶς όρυμαγδῷ 1, 133; 3, 117; Iliad. 2, 291; τοῦτ' ἀνιῶμαι Soph. Phil. 894; ἵνα παραμένοντες ἀνιῴατο Her. 4, 130; ἐπί τινι Xen. Mem. 3, 9, 8. Schmerz empfinden, An. 4, 8, 26; περί τινος Ar. Lys. 593. [ι ist bei Ar. u. Sp. anceps.]
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιάω: Σοφ., κλπ.: γ΄ ἑν. παρατ. ἠνία Σοφ. Αἴ. 273, Πλάτ. Γοργ. 502Α: μέλλ. ἀνιάσω [ᾱ] Ξεν. Ἀν. 3. 3, 19. Ἐπ. ἀνιήσω Ὅμ.: ἀόρ. ἠνίᾱσα Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.· Δωρ. ἀνίᾱσα Θεόκρ. 2. 23: πρκμ. ἠνίᾱκα Ἡλιόδ. 7. 22: - Παθ., ἀνιῶμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. ἀνιῴατο Ἡρόδ. 4. 130: γ΄ πληθ. παρατ., ἠνιῶντο, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 10: μέλλ. ἀνιάσομαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445a, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 8· (ἀνιαθήσομαι μόνον παρὰ Γαλην.)· Ἐπ. β΄ ἑν. ἀνιήσεαι Θέογν. 991: ἀόρ. ἠνιάθην Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 20· Ἰων. -ήθην Ὁμ., πρκμ. ἠνίημαι Μόσχ. 4. 3. - Ὁ μέσ. ἀόρ. ἀνιάσασθαι εἶναι πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀνιάσεσθαι: (ἀνία)· [παρ’ Ὁμ. καὶ Σοφ. τὸ ι ἀεὶ μακρόν· παρὰ δὲ Θεόγν. καὶ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐπαμφοτερίζον· βραχὺ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ., - ὥστε τὸ ι πιθανῶς ἦτο βραχὺ ἐν τῇ συνήθει γλώσσῃ πρβλ. ἀνιαρός]. Συνηθέστερος τύπος τοῦ Ἐπικ. ἀνιάζω, λυπῶ, ἀλγύνω, προξενῶ ἀνίαν, μετ’ αἰτ. προσ., ἀνιήσει... υἷας Ἀχαιῶν Ὀδ. Β. 115, πρβλ. Υ. 178· μηδὲ φίλους ἀνία Θέογν. 1032· φίλους ἀνιῶν Σοφ. Αἴ. 266, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀνιᾷ μοι τὰ ὧτα Πλάτ. Γοργ. 485Β: - μετὰ διπλῆς αἰτ., ὁ δρῶν σ’ ἀνιᾷ τὰς φρένας Σοφ. Ἀντ. 319· μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ οὐδ. ἐπιθ., τί ταῦτ’ ἀνιᾷς με; αὐτόθι 550· παῦρ’ ἀνιάσας, πόλλ’ εὐφράνας (ἐνν. ὑμᾶς) Ἀριστοφ. Εἰρ. 764: - Παθ., λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, δυσαρεστοῦμαι, θλίβομαι, μετὰ δοτ. προσ. ἢ πράγμ., ἀνιᾶται παρεόντι, δυσαρεστεῖται ἐκ τῆς παρουσίας του, Ὀδ. Ο. 335· ἀν. ὀρυμαγδῷ Α. 133· σύν τοι... παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα Θέογν. 65· πάσχων ἀνιήσεαι ὁ αὐτ. 991· ἀν. ὑπομιμνήσκων Λυσίας 133. 35· δαπανῶντα ἀνιᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 44· περί τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 593· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιθετικ. ἀντωνυμίας, τοῦτ’ ἀνιῶμαι πάλαι, ἀπὸ πολλοῦ στενοχωροῦμαι διὰ τοῦτο, Σοφ. Φ. 906, 912· πολλὰ μὲν αὐτοὺς ἀνιωμένους, πολλὰ δὲ ἀνιῶντας τοὺς οἰκέτας Ξεν. Οἰκ. 3. 2: - ἀπολ., οὐδ’ ἄν... ἀνιῷτο Θέογν. 1205· ἰδίως κατὰ μετοχ. παθ. ἀόρ. ἀνιηθείς, βαρυνθείς, Ὀδ. Γ. 117· ἀνιηθέντα, «τῇ ψυχῇ ὀδυνηθέντα, λυπηθέντα» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 291.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠνίων, f. ἀνιάσω, ao. ἠνίασα, pf. ἠνίακα;
Pass. ao. ἠνιάθην, pf. seul. ion. ἠνίημαι;
1 chagriner, affliger : τινα qqn ; τί τινα causer qqe chagrin à qqn ; Pass. être affligé, s'affliger ; part. ao. ion. ἀνιηθείς triste, affligé;
2 être un sujet de chagrin (même sans idée d'affliger au sens Act.) : φίλους ἀνιῶν SOPH étant un sujet d'affliction pour tes amis;
3 importuner, ennuyer : τινα τὰ ὦτα SOPH importuner les oreilles de qqn ; Pass. être mécontent ou jaloux.
Étymologie: ἀνία.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ- o -ῐ-]
• Morfología: [pres. opt. 3.a plu. ἀνιῴατο Hdt.4.130, impf. 3.a sg. ἠνία S.Ai.273, Pl.Grg.502a; fut. ἀνιάσω X.An.3.3.19, ép. ἀνιήσω Od.2.115, pas. ἀνιαθήσομαι Gal.5.51; aor. ἠνίασα And.Myst.50, dór. ἀνίασα Theoc.2.23; perf. act. ἠνίᾱκα Hld.7.22.3, pas. ἠνίημαι Mosch.4.3]
1 en v. act. causar dolor o daño, dañar c. ac. de pers. υἷας Ἀχαιῶν Od.2.115, φίλους Thgn.1032, S.Ai.266, σέ Phoc.6.2, ἐμέ Theoc.2.23
•c. doble ac., de pers. y parte del cuerpo ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας, τὰ δ' ὦτ' ἐγώ S.Ant.319
•de pers. y ac. int. τί ταῦτ' ἀνιᾷς με; S.Ant.550, cf. And.l.c.
•c. ac. adv. παῦρ' ἀ. Ar.Pax 764
•c. ac. de parte del cuerpo ἀ. τὸν ὀφθαλμόν irritar el ojo Hp.Carn.17, ἀνιᾷ μου τὰ ὦτα Pl.Grg.485b
•c. part. importunar, molestar ἀνέρας αἰτίζων Od.20.178.
2 en v. med.-pas. afligirse, dolerse c. dat. instrum. οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι Od.15.335, ἀ. ὀρυμαγδῷ Od.1.133
•c. prep. σύν σοι ... παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα πάντες con tus sufrimientos todos nos entristecemos Thgn.655, ὅστις ἐπὶ τοῖς σμικροῖς ἀνιᾶται Critias B 42, περὶ τῶν δὲ κορῶν ἐν τοῖς θαλάμοις γηρασκουσῶν ἀνιῶμαι sufro por las muchachas solteras que envejecen en sus casas Ar.Lys.593
•c. part. ἄλλοτέ τοι πάσχων ἀνιήσεαι Thgn.991, ἀνιῶμαι μὲν οὖν ὑπομιμνῄσκων τὰς γεγενημένας συμφορὰς τῇ πόλει Lys.13.43, cf. X.Cyr.8.3.44
•c. ac. int. τοῦτ' ἀνιῶμαι πάλαι S.Ph.906, πολλὰ ἀ. X.Oec.3.2, εἴη δ' ἂν καὶ εὐθυμότερος, ἢν μή τι αὐτῷ ἡ κεφαλὴ ἀνιῷτο estaría más animado, si no le doliera algo la cabeza Hp.Prorrh.2.4 (p.16), abs., οὔτε ἀλγεῖ οὔτε ἀνιᾶται Meliss.B 7, καὶ ἤν τι πάθῃ, ἀνιᾶται Democr.B 278, cf. Thgn.1205, Theoc.11.71
•en part. ἀνιηθείς descorazonado πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Od.3.117, cf. Il.2.291, Nonn.D.48.429, PMasp.295.3.11 (VI d.C.)
•en medic. angustiarse o afligirse el enfermo cuando el cerebro se enfría, Hp.Morb.Sacr.15.4
•οἱ ἀ. los depresivos o melancólicos τοὺς ἀνιωμένους ... μανδραγόρου ῥίζαν πρωῒ πιπίσκειν Hp.Loc.Hom.39.
Greek Monotonic
ἀνιάω: [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. ἠνία, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. ἀνιήσω, αόρ. αʹ ἠνίᾱσα, Δωρ. ἀνίᾱσα — Παθ. ἀνιῶμαι, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. ἀνιῴατο· γʹ πληθ. παρατ. ἠνιῶντο· μέλ. σε Μέσ. τύπο, ἀνιάσομαι, Επικ. βʹ ενικ. ἀνιήσεαι, αόρ. αʹ ἠνιάθην, Ιων. -ήθην· παρακ. ἠνίημαι· (ἀνία)· (ῑ στον Όμηρ. και Σοφ.· ῐ στους άλλους ποιητές). Όπως το ἀνιάζω, στεναχωρώ, θλίβω, με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας, σε Σοφ. — Παθ., είμαι θλιμμένος, στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., τοῦτ' ἀνιῶμαι, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., λυπημένος άνθρωπος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνιάω: (ῐ и ῑ; fut. ἀνιάσω с ᾱ - эп. ἀνιήσω, aor. ἠνίᾱσα - дор. ἀνίᾱσα) огорчать, удручать, мучить (τινα Hom., Arph., Xen., Plut.); med.-pass. огорчаться, печалиться, терзаться; тяготиться (τινι Hom., τι и ἐπί τινι Xen., περί τινος Arph. и ὑπό τινος Plut.): ἀ. τινα τὰς φρένας Soph. терзать чье-л. сердце; οὐ γὰρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι Hom. никто ведь не будет тяготиться твоим присутствием; ἀνιῶμαι ὑπομιμνήσκων τὰς συμφοράς Lys. мне тяжело напоминать о невзгодах; τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ Νικίας ἠνία τιμώμενος Plut. Алкивиад был удручен почестями, которые оказывались Никию.
Middle Liddell
ἀνία [ῑ in Hom. and Soph., ι or ῑ in other Poets.]
Like ἀνιάζω, to grieve, distress, c. acc., Od., etc.; c. dupl. acc., ὁ δρῶν σ' ἀνιᾶι τὰς φρένας Soph.:—Pass. to be grieved, distressed, Od., etc.; with neut. adj., τοῦτ' ἀνιῶμαι I am vexed at this, Soph.; aor1 part. as adj., a sorrowful man, Hom.