γλυκός

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, -εῑα, -ύ)
1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιάγλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά»)
2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό)
3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση, ο τερπνός («γλυκιά πατρίδα», «γλυκύς βίοτος», «γλυκὺς αἰών»)
4. (για πρόσωπα) ο αγαπημένος, ο ακριβόςμάνα μου γλυκιά», «γλυκεῑα μᾱτερ», «τέκνον γλυκύτατον»)
5. (για ήχο ή μουσικό όργανο) ευχάριστος, μελωδικός
6. (για τον ύπνο) ο ατάραχος, αυτός που ξεκουράζει το σώμα
νεοελλ.
Ι. 1. (για τον άνεμο) απαλός, σιγανός
2. (για τον καιρό) ήπιος, ευχάριστος
3. (για ανθρώπους ή μέλη του σώματος) όμορφος ή ευγενικός, ευπροσήγοροςγλυκά μάτια ή χείλη», «γλυκιά γυναίκα»)
4. (για λόγους) φιλικός, κατευναστικός, πειστικός
II. φρ.
1. «της κάνω τα γλυκά μάτια» — τήν κοιτάζω με ερωτικές προθέσεις
2. «τον πάω (ή πιάνω ή παίρνω) με το γλυκό» — του συμπεριφέρομαι με ήπιο τρόπο
3. «του γλυκού νερού» — χωρίς πραγματική αξία
III. το ουδ. ως ουσ.
1. το γλύκισμα
2. (ευφημ. για διάφορες ασθένειες) επιληψία, κοιλόπονος, δυσουρία, άνθραξ (φρ. α. «τον έπιασε το γλυκύ του» — νευρίασε πολύ
β. κατάρα, «να σέ τινάξει το γλυκύ σου» — να πάθεις κρίση επιληψίας)
αρχ.
Ι. 1. ειρων. ο αγαθός, ο ανόητος («ὡς γλυκὺς εἶ»)
2. το αρσ. ως ουσ. είδος γλυκού κρασιού
3. (για τον Κύκλωπα) το μάτι
II. το θηλ. ως ουσ.
1. (ευφημ.) η χολή
2. η γλυκόριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. γλυκύς αντί δλυκύς, λόγω ανομοιώσεως του -δ- προ του -κ-. Σύμφωνα μ' αυτή την υπόθεση, η λ. συνδέεται προς το λατ. dulcis. To νεώτερο γλυκός προήλθε είτε με μεταπλασμό του τ. γλυκύς κατά τα επίθετα σε -ος είτε αναλογικά προς το αντίθετό του πρικός «πικρός».
ΠΑΡ. γλυκάδι(ον), γλυκάζω, γλυκαίνω, γλυκίζω, γλυκύτητα (Α -της)
αρχ.
γλυκαίος, γλυκόεις, γλυκυμή, γλυκών
(αρχ.- μσν.) γλύκιος
νεοελλ.
γλυκά, γλυκάδα, γλυκάκιας, γλύκας, γλυκούλης, γλυκούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. γλυκο-].