περιζώστρα

From LSJ
Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιζώστρα Medium diacritics: περιζώστρα Low diacritics: περιζώστρα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: perizṓstra Transliteration B: perizōstra Transliteration C: perizostra Beta Code: perizw/stra

English (LSJ)

ἡ, A apron, Anaxandr. 69. II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].

Greek Monotonic

περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περιζώστρα:повязка Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.

Middle Liddell

περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.