ἐπαυλίζομαι

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαυλίζομαι Medium diacritics: ἐπαυλίζομαι Low diacritics: επαυλίζομαι Capitals: ΕΠΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epaulízomai Transliteration B: epaulizomai Transliteration C: epavlizomai Beta Code: e)pauli/zomai

English (LSJ)

Dep. with aor. Med., A encamp on the field, Th. 3.5,4.134; cf. αὐλίζομαι. 2 encamp near, τῇ πόλει Plu.Sull. 29. 3 pass the night, Hsch. 4 of birds, roost in, (αἰγείρῳ) A.R.3.929.

German (Pape)

[Seite 906] dabei im Zelte, im Felde liegen u. übernachten, sich dabei lagern; ἐπηυλίσαντο Thuc. 4, 134; τῇ πόλει, bei der Stadt, Plut. Syll. 29 u. öfter, wie D. Hal. u. Luc. Von Vögeln, Ap. Rh. 3, 929.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπηυλιζόμην, ao. ἐπηυλισάμην et ἐπηυλίσθην, pf. ἐπηύλισμαι;
passer le nuit en plein air, bivouaquer en plein air : τῇ πόλει PLUT près de la ville.
Étymologie: ἐπί, αὐλίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυλίζομαι: Ἀποθ. μετὰ μέσ. ἀορ., στρατοπεδεύω ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. αὐλίζομαι. 2) στρατοπεδεύω πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· καταλύω παρά τινι, διέρχομαι μετ’ αὐτοῦ τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.

Greek Monolingual

ἐπαυλίζομαι (AM)
ζω κοντά σε κάποιον («πραέων τοῖς τόποις ἐπαυλίζῃ», Μηναία)
αρχ.
1. αυλίζομαι, στρατοπεδεύω («ἐπηυλίσθησαν ἐγγὺς τῶν νεῶν», Δίων Κάσσ.)
2. καταλύω κάπου, περνώ τη νύχτα
3. (για πουλιά) κουρνιάζω, κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυλίζομαι «καταλύω, διανυκτερεύω»].

Greek Monotonic

ἐπαυλίζομαι: αποθ. με Μέσ. αόρ.,
1. στρατοπεδεύω στον αγρό, σε Θουκ.
2. στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή κάτι, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαυλίζομαι: (близ чего-л.) ночевать на открытом воздухе, располагаться на биваке Thuc., Luc.: ἐ. τῇ πόλει Plut. расположиться на биваке близ города.

Middle Liddell


1. Dep. with aor. mid., to encamp on the field, Thuc.
2. to encamp near, τινι Plut.