ὑποτύφω

From LSJ
Revision as of 18:31, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτύφω Medium diacritics: ὑποτύφω Low diacritics: υποτύφω Capitals: ΥΠΟΤΥΦΩ
Transliteration A: hypotýphō Transliteration B: hypotyphō Transliteration C: ypotyfo Beta Code: u(potu/fw

English (LSJ)

[ῡ], burn with a smouldering fire beneath, πῦρ ὑ. τὴν νῆσον Philostr.Im.2.17: metaph., kindle into a smouldering fire, cause to burn secretly, ὑποθύψας τὴν διαβολήν Plb.5.42.3:—Pass., ἔχθρα ὑπετύφετο Ctes.Fr.29.46; ὑπετέθυπτο Apolloph.10; λύπη, ὀργή, Luc.Abd.30; εἰρωνεία Ph.1.142; ὀργή Id.2.584, πόλεμος Plu. Per.32, Jul.Or.1.13b; of persons, ὑποτετύφθαι burn with a hidden fire (of love), Poll.3.68; -όμενος ἐς τὸν ἔρωτα Ael.VH9.41.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέθυψα, Pass. pf. ὑποτέθυμμαι;
faire fumer en allumant par-dessous ; Pass. dégager de la fumée en s'allumant, couver intérieurement.
Étymologie: ὑπό, τύφω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτύφω: [ῡ], μέλλ. -θύψω, ὑποκαίω, «κουφοκαίω», πῦρ ὑποτύφει τὴν νῆσον Φιλόστρ. 836· μεταφορ., ὑποθύψας τὴν διαβολὴν Πολύβ. 5. 42, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑποτύφεται ἔχθρα Κτησ. Περσ. 46· ὑπετέθυπτο Ἀπολλοφ. ἐν Ἀδήλ. 2· κατὰ μικρὸν ταῦτα (φθόνος, λύπη, ὀργὴ) ὑποτυφόμενα… μανίαν ἀποτελεῖ Λουκ. Ἀποκηρ. 30· ἔρως Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 41· πόλεμος Πλουτ. Περικλ. 32· ἐπί προσώπων, ὑποτετῦφθαι, καίεσθαι διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου πυρός, Πολυδ. Γ΄, 68.

Greek Monolingual

Α
1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.)
2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ.
β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.)
3. παθ. ὑποτύφομαι
(μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή φωτιά, βασανίζομαι («ὑποτυφόμενος ἐς τὸν ἔρωτα», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τύφω «καίω, καπνίζω» (< τῦφος)].

Russian (Dvoretsky)

ὑποτύφω: (τῡ)
1) поджигать на медленном и чадящем огне: ὁ πυρὸς ὑποτυφόμενος Luc. охваченная чадящим огнем пшеница;
2) исподволь или медленно разжигать, возбуждать (τὴν διαβολήν Polyb.): ὀργὴ κατ᾽ ὀλίγον ὑποτυφομένη Luc. медленно нарастающий гнев; πόλεμον ὑποτυφόμενον ἐκκάειν Plut. понемногу разжигать войну.