οὐτιδανός
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ή, όν, A of no account, worthless, esp. with regard to strength or courage, in Hom. always of persons, δειλὸς καὶ οὐ. Il.1.293; βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο 11.390; ἄφρων… καὶ οὐ. Od. 8.209; ὀλίγος τε καὶ οὐ. καὶ ἄκικυς 9.515; οὐτιδανὸς βίην Opp.H.2.144. II Act., reckless, γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, of a surging crowd, A.Th.361 (lyr.). (Prob. suffix -ανός, and Οὔτιδ, earlier form of οὔτι 'nothing', cf. Lat. quid, Skt. cid.)
German (Pape)
[Seite 421] att. auch 2 Endgn, nichtswürdig, nichtsnutzig; mit δειλός verbunden, von Menschen, die ihrer Schwäche wegen nicht zu achten sind, Il. 1, 293; neben ἄναλκις, 11, 390; καὶ ἄφρων, Od. 8, 209, vgl. 9, 460. 515; γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Aesch. Spt. 343; einzeln bei sp. D., auch von Sachen, geringfügig, schlecht, wie Nic. Th. 385. – Dies Suffixum δανός s. auch in ἠπεδανός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de nul prix, càd :
1 lâche, faible;
2 nul, impuissant, sans force.
Étymologie: οὔτις, -δανος.
Russian (Dvoretsky)
οὐτῐδᾰνός: ничего не стоящий, негодный, ничтожный (οὐ. καὶ δειλός, ὀλίγος τε καὶ οὐ. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐτῐδᾰνός: -ή, -όν, (οὔτις) μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, πρόστυχος, μάλιστα εἰς πόλεμον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, οὐτ. καὶ δειλὸς Ἰλ. Α. 293· βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο Λ. 390· ἄφρων.. καὶ οὐτ. Ὀδ. Θ. 209· ὀλίγος τε καὶ οὐτ. καὶ ἄκικυς Ι. 515· οὐτιδανὸς βίην Ὀππ. Ἁλ. 2. 144. ΙΙ. ἐνεργ., γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, τὰ προϊόντα τῆς γῆς παρασύρονται φύρδην μίγδην ὑπὸ τῶν περιφρονούντων τὰ πάντα κυμάτων, δηλ. τῶν πολεμίων, «τροπικῶς δὲ ῥόθια εἶπε τὰ συνεχῆ κινήματα τῶν πολεμίων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 361. (-δανος εἶναι προσχηματισμὸς ὡς ἐν τῷ ἠπεδανός, κτλ.). - Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 49. οὔτι πη, Δωρ. οὔτι πα, κατ’ οὐδένα τρόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, Θεόκρ. 1. 63· - οὐδέ τί πα ἢ οὐδ’ ἔτι πα αὐτόθι 59.
English (Autenrieth)
good-for-nothing, worthless, only of persons.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ οὐτιδανός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος («ἧ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται» — τα προϊόντα της γης παρασύρονται από τα κύματα, δηλ. από τους εχθρούς που αδιαφορούν για τα πάντα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔτις, πιθ. κατά τα παράγωγα του τύπου ἠπεδανός, πευκεδανός ή από αμάρτυρο τ. οὔ-τιδ (πρβλ. λατ. quid)].
Greek Monotonic
οὐτῐδᾰνός: -ή, -όν (οὔτις),
I. εντελώς ανυπόληπτος, ανάξιος, σε Όμηρ.
II. αμελής, αδιάφορος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
οὐτῐδᾰνός, ή, όν οὔτις
I. of no account, worthless, Hom.
II. regardless, reckless, Aesch.
Frisk Etymology German
οὐτιδανός: {outidanós}
Meaning: nichtswürdig, geringfügig (ep. seit Il., auch A. Th. 361 [lyr.]).
Etymology: Ableitung von οὔτι wie ἠπεδανός, πευκεδανός usw. (Chantraine Form. 362), aber δ kann zum urspr. *οὔτιδ (= lat. quid) gehören (seit Schulze Q. 376); vgl. zu ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός.
Page 2,450