ἔναγχος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Adv. just now, lately, Ar.Nu.639, Eup.181.2, Lys.19.50, Pl.Grg.462c, D.21.36; τὸ ἔναγχος Ar.Ec.823; opp. πάλαι, Isoc.19.43; τὸ ἔναγχος πάθος = the recent misfortune, App.BC1.9: c. gen., ἔ. τοῦ Χρόνου D.H.7.45.
Spanish (DGE)
adv.
1 c. valor temp. recientemente, hace poco, últimamente ἔ. ... παρεκόπην διχοινίκῳ hace poco fui engañado en dos quénices Ar.Nu.639, cf. Ec.823, Eup.193.2, ἔ. ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Lys.19.50, ἔ. ... κατέλαβέ με ὀρχούμενον X.Smp.2.19, cf. Pl.Smp.172a, Phdr.257c, Grg.462c, Arist.Rh.1375b31, ἔ. μὲν ξένους εἰσπέμψαντες D.11.5, op. πάλαι ‘hace tiempo’ οὐ περὶ τῶν πάλαι τεθνεώτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔ. τὸν κλῆρον καταλιπόντων Isoc.19.43, cf. Paus.4.21.10, ἔγημ' ἔ. Men.Epit.fr.1, cf. I.AI 6.81, Gal.1.657, Plu.Cam.38, D.C.39.33.2, στρατιώτη τῶν ἔ. ἀπολυθέντων PLond.198.6, cf. PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), τῷ ἔ. γενομ(ένῳ) τοῦ νομ(οῦ) διαλογισμῷ PHeid.398.5, cf. PMerton 18.33 (II d.C.), ἔ. ἐωνημένος ... τὰς ὑπογεγραμμένας (ἀρούρας) POxy.78.12 (II/III d.C.), Eus.PE 1.1.10, Gr.Nyss.Eun.1.22, Hsch.H.Hom.9.12.8
•en constr. adnom. τὸ ἔ. πάθος la desgracia reciente App.BC 1.9, ὁ ἔ. ἀγών IAphrodisias 3.91.1.34 (II d.C.), cf. PMich.623.13 (III d.C.), c. rég. de gen. τὰ ... ἔ. τοῦ χρόνου προσκρούματα D.H.7.45, cf. 6.77.
2 c. valor local muy cerca τῷ πελάγει ἔ. προσελθών Aesop.307.
German (Pape)
[Seite 824] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, ἄγχι) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; ἔναγχος τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Ggstz πάλαι, Isocr. 19, 43.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à l'heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l'autre jour.
Étymologie: ἐν, ἄγχι.
Russian (Dvoretsky)
ἔναγχος: adv. недавно Arph., Lys., Isocr., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναγχος: Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, ἀρτίως, πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ ἀρτίως, νεωστὶ καὶ προσφάτως εἶναι ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ ἔναγχος πάθος, τὸ τελευταῖον δυστύχημα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., ἔναγχος τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.
Greek Monolingual
ἔναγχος (Α)
επίρρ.
1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.
β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῖς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχία
β) «ἔναγχος τοῦ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.
Frisk Etymological English
See also: s. ἄγχι
Middle Liddell
adverbἄγχι
just now, lately, Ar., Plat.
Frisk Etymology German
ἔναγχος: {énagkhos}
Grammar: Adv.
Meaning: neuerdings, jetzt, vor kurzem (att.).
Etymology: Von ἐν und ἄγχι, aber im einzelnen unklar. Zu ἐν- vgl. ἔμπλην, ἔμπαλιν, ἔναντι u. a.; der Ausgang -ος erinnert an πάρος, ist aber nicht befriedigend erklärt. Nicht überzeugend Schwyzer 633: aus *ἀγχος Gen. zu ἄγχι mit verstärkendem ἐν.
Page 1,509