ἀδευκής

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδευκής Medium diacritics: ἀδευκής Low diacritics: αδευκής Capitals: ΑΔΕΥΚΗΣ
Transliteration A: adeukḗs Transliteration B: adeukēs Transliteration C: adefkis Beta Code: a)deukh/s

English (LSJ)

ές, Hom. only in Od., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ 4.489; ἀδευκέα πότμον 10.245; φῆμιν ἀδευκέα 6.273, cf. A.R.2.267, etc. (Expl. by Scholl. either (cf. δεῦκος, q.v.) not sweet, i. e. bitter, cruel, or (cf. δεύκει) unexpected, cf. Apollon. Lex., Hsch.:—ἀδευκὴς φωνή expl. as not imitative, opp. πολυδευκής, Ael.NA5.38.)

Spanish (DGE)

-ές
1 oscuro, que no se puede conocer, inesperado gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν Od.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos) Od.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada A.R.4.1503, ἄτη A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera A.R.2.267
p. ext. difícil de soportar, que trae amargura Hsch.
en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada Nonn.D.28.81, cf. Hdn.Schem.4.
2 prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, ἄτη hostil, amargo τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil, Od.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas Orph.Fr.775.5.
3 explicado como no imitativo ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.NA 5.38.
• Etimología: De *deuk-/duk- que se encuentra en lat. dūco, gót. tiuhan, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαιδύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., δεύκω· βλέπω EM 260.54G, ἐνδυκέωςcon cuidado’, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non doux, amer, triste, cruel.
Étymologie: , δεῦκος.

Russian (Dvoretsky)

ἀδευκής: неприятный, тяжелый, ужасный (ὄλεθρος, πότμος, φῆμις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδευκής: -ές, λέξις παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ γλυκύς, πικρός, σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν πάντοτε προσθέτουσι καὶ ἄλλην σημασίαν, = ἀπεοικώς, ἀπροσδόκητος, ἀπροόρατος, ἀνείκαστος, ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, ἤτοι τῷ ἀπεοικότι; ἢ οἷον ἀδεχεῖ (ἴσως ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, ἡγούμενος ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.

English (Autenrieth)

odious, unpleasant; θάνατος, πότμος, φῆμις.

Greek Monotonic

ἀδευκής: -ές, λέξη που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των ὄλεθρος, πότμος, φῆμις· κοινώς ερμηνεύεται «όχι γλυκός, πικρός, σκληρός» (από την αρχαιότερη λέξη δεῦκος που σημαίνει γλυκόςαλλά πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, απρόσμενος, αιφνίδιος, ξαφνικός (από το δοκ-έω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: unknown; said of ὄλεθρος, πότμος, φῆμις (Od.).
Dialectal forms: Myc. deukario /Deukalion/?
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [0] *deuk-? to care?
Etymology: Presupposes, like Πολυ-δεύκης, a noun *δεῦκος n., which is unknown. (Not to Lat. dūco etc., Lagercrantz KZ 35, 276). Cf. δεύκει φροντίζει H., ἐνδυκέως careful; ἀδευκής would then be careless, rücksichtslos, which fits very well. In a Scholion on A. R. 1, 1027, δεῦκος is glossed as γλεῦκος, which seems most improbable. (Is there a mistake for ΓΔΕΥΚΟΣ?) - The name Δευκαλίων may come from *Λευκαλίων, s. Bechtel Lex. s. ἀδευκής.

Middle Liddell


a word used by Hom. only in Od. as epithet of ὄλεθρος, πότμος, φῆμις, commonly expl. not sweet, bitter, cruel (from an old word δευκής sweet); but more prob. it means unexpected, sudden (from δοκ-έω).

Frisk Etymology German

ἀδευκής: -ές
{adeukḗs}
Meaning: ep. Beiwort (Od., A. R. u. a.) unbekannter Bedeutung.
Etymology: Wie Πολυδεύκης setzt auch ἀδευκής ein Nomen *δεῦκος n. voraus, dessen weitere Anknüpfungen (lat. dūco usw., Lagercrantz KZ 35, 276) man auf sich beruhen lassen muß. Vgl. δεύκει· φροντίζει H., ἐνδυκέως etwa sorgfältig; ἀδευκής also etwa rücksichtslos. In einem Scholion zu A. R. 1, 1027 wird δεῦκος mit γλεῦκος glossiert; ob echte Tradition oder Scholiastenkonstruktion, läßt sich nicht entscheiden. — Der Name Δευκαλίων kann aus *Λευκαλίων dissimiliert sein, s. Bechtel Lex. s. ἀδευκής.
Page 1,20

German (Pape)

ές (δεῦκος), nicht süß, bitter, Hom. als v.l. Od. 1.46 ἀδευκέϊ κεῖται ὀλέθρῳ für ἐοικότι, s. Apoll. Lex.Hom. 9.15 Eust. Od. 4.489; außerdem dreimal, Od. 4.489 ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, 10.245 ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον, 6.273 τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα. So ἄτη Ap.Rh. 1.1037, im eigentl. Sinne θάλασσα 2.388; καπνός Dion.Per. 611.