ῥικνός
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
ή, όν, shrivelled with cold,= πεφρικώς, S.Fr.1091; shrivelled by old age or disease, shrunk, contracted, Hp.Prog.2 (s. v.l.), Xenarch.4.8, Cerc.2, Call.Fr. 49, etc.: generally, withered, shrivelled, crooked, Ἥφαιστος ῥικνὸς πόδας h.Ap.317; ἅψεα Opp.C.2.346; ῥικνοὶ πόδες A.R.1.669, cf.APl. 4.306 (Leon.); ῥ. καὶ κώδιον shrivelled and (like) leather, IG14.1363.15 (Rome, iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 843] eigtl. vor Kälte (ῥῖγος, dah. sich auch ῥιγνός geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; πούς, Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ σῶμα Luc. bis acc. 16; hart, χελώνη, Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 contracté, resserré par le froid;
2 contracté, resserré par l'âge, les infirmités;
3 contracté, resserré, déformé en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux.
Étymologie: ῥῖγος.
Russian (Dvoretsky)
ῥικνός:
1 съежившийся Soph.;
2 искривленный (περικνίδια Anth.): ῥ. πόδας HH кривоногий.
Greek (Liddell-Scott)
ῥικνός: -ή, -όν, κατάξηρος, «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «ῥικνός: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ λέξις παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - καθόλου, ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «στραβός», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γούνατα Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακρός, μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς (ὅπερ παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ ῥῖγος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥικνός, -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῖα, -ύ Α
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί
ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ.
β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
μουδιασμένος, μαζεμένος από το κρύο.
επίρρ...
ῥικνῶς
Α
φρ. «ῥικνῶς ἔχω» — είμαι γεμάτος ρυτίδες από τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. ῥικνός και ῥοικός αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wr-ei- «στρέφω, γυρίζω» (πρβλ. ῥαιβός) με ουρανικό ένθημα -κ-. Ο τ. ῥικνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας και επίθημα -νός (πρβλ. τραγα-νός), ενώ ο τ. ῥοικός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. rāišas «κουτσός, παράλυτος», μέσ. αγγλ. wrāh «τρελός, πεισματάρης»].
Greek Monotonic
ῥικνός: -ή, -όν, ζαρωμένος, ξερός απ' το κρύο· γενικά, ζαρωμένος, κυρτός, καμπουριαστός, στραβός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: bent, crooked, shrivelled (of age, dryness, cold), stiff (ep. poet. h.Ap.); ῥικνοφυεῖς τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H.
Compounds: ἐπί-ρρικνος somewhat bent (X., Poll.).
Derivatives: ῥικν-ήεις id., enlarged form (Nic.); -ότης = καμπυλότης H.; -ώδης shrivelled (Hp., AP); ῥικνόομαι, rarely with κατα-, δια-, to shrivel, to contract, to contort (S., Arist., Opp.) with ῥίκνωσις f. shrivelling, wrinkledness (Hp.). -- Beside it ῥοικός crooked, bowlegged (Archil., Hp., Arist.). -- Further ῥικάζεται H. as explanation (beside στροβεῖται) of ῥιξικάζεται (s.v.).
Origin: IE [Indo-European] [1158] *wroiḱ- turn, envelop, crooked
Etymology: With ῥικ-νός : ῥοικ-ός cf. e.g. πικ-ρός : ποικ-ίλος. With ῥοικός agree Lith. ráišas (raĩšas) limping, lame (cf. for the meaning κυλλός crooked, crippled), Germ., MEng. wrāh wrong, stubborn, NDutch wreeg stiff, formally also Av. urvaēsa m. whirlwind, tuningpoint of the racecourse, IE *u̯riḱo-s m. approx. turning, curvature, adj. turned, crooked. Beside it from IE *u̯reiḱo-s a.o. MLG wrīch forbidden, distorted, fixed, stiff etc. Corresponding primary verbs: a zero grade yot-present in Av. urvis-ya- turn in circles, turn about; a full grade root-present in OE wrēon (PGm. *u̯rīhan, IE *u̯reiḱ-) with pret. wrāh (PGm. *u̯raih, IE *u̯roiḱ-a) envelop (on the meaning cf. εἰλύω and 2. εἰλέω; s.vv.). A denominative or deverbative deriv. is the ἅπ. λεγ ῥικάζεται H.; the form ῥιξικά-ζεται, thus glossed (and with στροβεῖται), must, if at all rightly transmitted, be an expressive enlargement; cf. Baunack Phil. 70, 370. -- Further representatives of this richly developed root in WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. rīca ('enveloping kerchief'; IE *u̯reiḱā), Fraenkel s. ráišas 1.; there rich lit.
Middle Liddell
ῥικνός, ή, όν
shrivelled with cold: generally, shrivelled, crooked, Hhymn., Anth.
Frisk Etymology German
ῥικνός: {rhiknós}
Meaning: ‘zusammengebogen, krumm, eingeschrumpft (von Alter, Trockenheit, Kälte), steif’ (ep. poet. seit h.Ap.); ῥικνοφυεῖς· τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H,; ἐπίρρικνος ‘etwas zusammengebogen’ (X., Poll.).
Derivative: Davon ῥικνήεις ib., erweiterte Form (Nik.); -ότης = καμπυλότης H.; -ώδης eingeschrumpft (Hp., AP); ῥικνόομαι, vereinzelt mit κατα-, δια-, einschrumpfen, sich zusammenziehen, sich krümmen (S., Arist., Opp. u.a.) mit ῥίκνωσις f. das Einschrumpfen, Runzeligkeit (Hp.). — Daneben ῥοικός gekrümmt, krummbeinig (Archil., Hp., Arist. usw.); myk. ro-i-ko? s. Morpurgo Lex. s.v. — Dazu noch ῥικάζεται H. als Erkl. (neben στροβεῖται) von ῥιξικάζεται (s.u.).
Etymology : Zu ῥικνός : ῥοικός vgl. z. B. πικρός : ποικίλος. Zu ῥοικός stimmen lit. ráišas (raĩšas) hinkend, lahm (vgl. zur Bed. κυλλός verkrümmt, verkrüppelt), germ., meng. wrāh verkehrt, halsstarrig, nndl. wreeg steif, formal auch aw. urvaēsam. Wirbel, Wendepunkt der Rennbahn, idg. *u̯riḱo-s m. etwa Umdrehung, Krümmung, Adj. gedreht, gekrümmt. Daneben aus idg. *u̯reiḱo-s u.a. mnd. wrīch verboten, verdreht, starr, steif. Entsprechende primäre Verba: ein schwundstufiges Jotpräsens in aw. urvis-ya- sich im Kreise drehen, umkehren; ein hochstufiges Wz.präsens in ags. wrēon (urg. *u̯rīhan, idg. *u̯reiḱ-) mit Prät. wrāh (urg. *u̯raih, idg. *u̯roiḱ-a) einhüllen (zur Bed. vgl. εἰλύω und 2. εἰλέω; s.dd.). Eine denominative od. deverbative Ableitung ist das ἅπ. λεγ ῥικάζεται H.; das damit (und mit στροβεῖται) glossierte ῥιξικάζεται muß, wenn überhaupt richtig überliefert, eine expressive Erweiterung sein; vgl. Baunack Phil. 70, 370. — Weitere Vertreter dieser reich entwickelten Sippe bei WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. rīca (’einhüllendes Kopftuch’; idg. *u̯reiḱā), Fraenkel s. ráišas 1.; daselbst auch reiche Lit.
Page 2,656