ἐκγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγίγνομαι Medium diacritics: ἐκγίγνομαι Low diacritics: εκγίγνομαι Capitals: ΕΚΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ekgígnomai Transliteration B: ekgignomai Transliteration C: ekgignomai Beta Code: e)kgi/gnomai

English (LSJ)

later and Ion. ἐκγίνομαι [ῑ], fut. -γενήσομαι: Ep. pf. ἐκγέγαα, 3dual ἐκγεγάτην; part. ἐκγεγαώς, Aeol. A ἐκγεγόνων Alc. Supp.25.10:—to be born of a father, c.gen., οἳ Διὸς ἐξεγένοντο Il.5.637, cf. 20.231, etc.; ἐκγεγάτην..Ἠελίοιο Od.10.138; Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα 11.3.199,418; τοίων πατέρων ἐξ αἵματος ἐκγεγάᾱτε Hom. Epigr.16.3 (ἐκγεγάασθε Suid.); οἳ πὰρ θεοῦ ἐκγεγάαντο AP15.40.20 (Comet.). 2 c. dat., to be born to, Πορθεῖ μὲν τρεῖς παῖδες..ἐξεγένοντο 11.14.115, cf. Hdt.1.30,4.155: fut. perf., παῖδες παίδεσσι διαμπερὲς ἐκγεγάονται h.Ven.197. 3 simply, come into being, Emp. 59.3, PMasp.153.12 (vi A.D.), PLond.5.1708.207 (vi A.D.). II aor., to be gone away, c. gen., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν to have departed this life, X.HG6.4.23 (s.v.l.). III impers., ἐκγίγνεται it is allowed, it is granted, c. dat. pers. et inf., mostly with neg., οὐκ ἐξεγένετό τινι ἀπαγγεῖλαι it was not granted him to.., Hdt.1.78, cf.5.51, Ar.Eq.851, Lys.7.37; δικαιοτάτῳ ἀνδρῶν βουλομένῳ γενέσθαι οὐκ ἐξεγένετο Hdt.3.142: without aneg., ἐκγενέσθαι μοι..τείσασθαι [I pray] that it may be allowed me to.., Id.5.105; εἰ..τότ' ἐξεγένετο D.28.2: abs. in part., ἐκγενόμενον Isoc.16.36: rarely c.acc. et inf., εἰ γὰρ ἐκγένοιτ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν ἡμέραν Ar.Pax346.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐκγιν- Ph.2.405
• Morfología: [aor. ἐξεγείνατο Luc.Trag.4, sin aum. ἐκγένετο Rhian.13.2; perf. ind. 3a plu. ἐκγεγάασιν Opp.H.1.768, inf. ἐκγεγάμεν Il.5.248, Q.S.1.579, part. ἐκγεγαώς Il.21.185, ἐκγεγώς E.Ba.1340, eol. ἐκγεγόνων Alc.72.11, fem. ἐκγεγαῶσα Orph.H.72.4, du. ἐκγεγάτην Od.10.138, med. ind. 2a plu. ἐκγεγάασθε Vit.Hom.Sud.p.530.23, plusperf. sin aum. ἐκγεγάαντο AP 15.40 (Cometas); fut. perf. 3a plu. ἐκγεγάονται h.Ven.197]
I intr., en aor. y perf. rad.
1 de animados nacer, descender de c. gen. ἀνδρῶν οἳ Διὸς ἐξεγένοντο de hombres que nacieron de Zeus, Il.5.637, cf. 20.106, 231, Od.l.c., οἳ Γῆς ἐξεγένοντο Hes.Th.106, cf. 362, 630, Fr.26.5, 161.1, τοῦ δὲ κλυτὸς ἐκγένετ' Ἆπις Rhian.l.c., τῶν Ἡρακλείων ἐκγεγῶτες αἱμάτων Lyc.1249, cf. A.R.2.1223, Εὐβουλῆος αἵματος ἐκγεγαῶσα Orph.l.c., τοι ... ποταμοῖό περ ἐκγεγαῶτι Il.21.185, τεαύτας (sc. γονῆς?) Alc.l.c., πάντες γὰρ γαίης τε καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα Xenoph.B 33, τιθαὶ ὄρνιθες, ταὶ ἀλέκτορος ἐξεγένοντο Arat.960
c. giro prep. de gen. οὔτινος ἐκγεγάασιν ἀφ' αἵματος οὐδὲ τοκήων Opp.l.c., φίλοις, οἳ πὰρ θεοῦ ἐκγεγάαντο AP l.c., τοίων γὰρ πατέρων ἐξ αἵματος ἐκγεγάασθε Vit.Hom.Sud.l.c.
c. adv. de procedencia εἴσῃ ... καὶ ὁππόθεν ἐξεγένοντο Parm.B 10.3, ἐνταῦθα ... ὅθεν ἐξεγένεσθε Plu.2.246a
c. dat. Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες ... ἐξεγένοντο Il.14.115, παῖδες παίδεσσι διαμπερὲς ἐκγεγάονται y les nacerán hijos a sus hijos, sin cesar, h.Ven.l.c., σφι εἶδε ἅπασι τέκνα ἐκγενόμενα Hdt.1.30, ἐξεγένετό οἱ παῖς ἰσχνόφωνος Hdt.4.155
c. un pred. del suj. Αἰνείας δ' υἱὸς ... Ἀγχίσαο εὔχεται ἐκγεγάμεν Eneas se jacta de haber nacido hijo de Anquises, Il.5.248, ἄλλα ... πολλὰ διηνεκῆ ἐξεγένοντο Emp.B 59, (παιδίον) ἐξεγένετο χωλόν Hp.Oct.9, ἐχιῆες ... ἀμήτορες ἐξεγένοντο Nic.Th.134, πάντες ... ὁμόζυγες ἐκγεγαῶτες Nonn.Par.Eu.Io.17.21
en part., c. gen. hijo de Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα Il.3.199, 418, cf. Hes.Th.76, Op.256, A.R.1.233, οὐχὶ θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγώς hijo no de un padre mortal E.l.c., Φειδία ἐκγεγαώς IG 12(9).1174 (Cálcide III a.C.), ἐκγεγαὼς ἀδέτοιο Gr.Naz.M.37.553A
descendiente Ἕρσης ἐκγεγαῶτα καὶ Ἑρμέω Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.32 (II d.C.)
originario, oriundo c. ἐκ y gen. Περγάμου ἐξ ἱερῆς ἐκγεγαῶτα πάτρης IUrb.Rom.1244.6 (imper.), ἐκ γαίης Σαλωνίδος ἐκγεγαυῖα SEG 37.489.4 (IV/V d.C.).
2 de abstr. surgir, nacer ἀηδία σκληρωτάτη κατὰ μέσον ἡμῶν ... ἐξεγένετο PMasp.153.12 (VI d.C.).
II tr., en aor. sigm. parir, dar a luz c. ac. y gen. ἣν ... Ἐρινὺς γαστρὸς ἐξεγείνατο Luc.l.c.
III en aor. o plusperf. rad., c. suj. inf. o un dem. neutr. ser posible c. dat. οὐδέ οἱ ἐξεγένετο ἐπὶ πλέον ἔτι σημῆναι Hdt.5.51, cf. 105, τῷ δικαιοτάτῳ ἀνδρῶν βουλομένῳ γενέσθαι οὐκ ἐξεγένετο a él, que quería ser el más justo de los hombres, no le fue posible Hdt.3.142, ὥστε οὐδὲ παρακελεύσασθαί μοι ἐξεγένετο Pl.Euthd.275e, cf. Phlb.62d, πολλάκις ἐκγενόμενον αὐτῷ ... τῶν ἄλλων ἄρχειν Isoc.16.36, ὥστε οὐδετέρῳ ἂν ἡμῶν δίκην ἐξεγένετο λαβεῖν Is.10.20, cf. Lys.7.37, Is.5.17, Aeschin.3.58, Plb.3.108.9, Plu.2.147e, ἐμοὶ δὲ ἀφίκεσθαι τε ἐξεγεγόνει Paus.9.25.3, cf. I.AI 19.15, Clem.Al.Strom.4.1.1, ἵν' ... σοὶ τοῦτο μὴ 'κγένηται Ar.Eq.851, sin dat. οὐκ ἐξεγένετο Κροίσῳ ἀπαγγεῖλαι no se pudo informar a Creso Hdt.1.78, ὥστε οὐδὲ βουλεύσασθαι ἐξεγένετο Pl.Prm.128d, εἰ γὰρ ἐκγένοιτ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν ἡμέραν ¡ay si me fuera dado contemplar ese día! Ar.Pax 346, cf. Synes.Ep.134
c. el inf. implíc. ser posible que algo ocurra, ocurrir, tener éxito ἐπεὶ δὲ αὐτῷ ἐξεγένετο τὸ ἐπιτήδευμα cuando su objetivo tuvo éxito Ctes.14.44, οὐ μὴν ἐξεγένετό γε αὐτῷ a él al menos no le fue posible I.AI 19.13, σπανίως δέ τισιν ... ἐξεγένετο y muy raramente a algunos les ocurrió D.H.3.23, sin dat. y c. el inf. implíc. εἰ μὲν οὖν τότ' ἐξεγένετο así que si entonces hubiera podido ser D.28.2
tb. en part. fut. νομίσωμεν ... ἅμα δὲ ἐχθροὺς ἀμύνασθαι, ἐκγενησόμενον ἡμῖν Th.7.68.
IV c. valor perfectivo de ἐκ, dud. dejar de, abandonar c. gen. ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν X.HG 6.4.23.

German (Pape)

[Seite 755] (s. γίγνομαι, ἐξεγενήθη Plat. Phileb. 62 d ist auffallend und wird in ἐξεγένετο em.), 1) daraus erzeugt, geboren werden, οἳ Διὸς ἐξεγένοντο, die von Zeus erzeugt wurden, Il. 5, 637; Τρωὸς δ' αὖ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο 20, 231, Hes. Th. 648; auch mit dem dat., Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες ἀμ. ἐξεγ. Il. 14, 115, wie Her. 4, 155. Bes. im perf., entsprossen sein, abstammen: ἐκγεγάτην Ἠελίοιο Od. 10, 138; Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα, öfter; θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγώς Eur. Bacch. 1340. Dahin gehört das unregelmäßige ἐκγεγάονται H. h. Ven. 198, mit Futurbdtg, vgl. ἐκγεγάαντο Comet. ep. (XV, 40). – 2) intrans., weggehen, sich entfernen, τοῦ ζῆν, aus dem Leben scheiden, Xen. Hell. 6, 4, 23. – Von der Zeit, verfließen, χρόνου ἐκγεγονότος Her. 2, 175. – 3) impers., ἐκγίνεται, wie ἔξεστι, es ist vergönnt, erlaubt, μοι, Ἀθηναίους ἐκτίσασθαι, Her. 5, 105, Ar. Equ. 851; Plat. Parm. 128 d; Lys. 2, 6 u. A.; absol., ἐκγενόμενον, obwohl es freigestanden, Isocr. 16, 36, vor Bekker ἐγγ. – Der aor. ἐξεγείνατο in act. Bdtg, geboren haben, Luc. Tragodop. 4.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκγενήσομαι, ao. ἐξεγενόμην, pf. ἐκγέγονα;
I. intr. 1 naître de : τινος ἐκγ. naître de qqn;
2 sortir de : ἐκγ. τοῦ ζῆν XÉN quitter la vie ; abs., en parl. du temps s'écouler;
3 • impers. ἐκγίγνεται il est permis, il est possible de : ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τίσασθαι HDT (qu’)il m'arrive, càd (qu’)il me soit permis de châtier les Athéniens ; abs. οὐκ ἐξεγένετο HDT cela ne fut pas en son pouvoir ; au part. abs. • ἐκγενόμενον ISOCR tandis que cela est possible;
II. tr. (ao. ἐξεγεινάμην) engendrer.
Étymologie: ἐκ, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκγίγνομαι: ион. ἐκγίνομαι (γῑ) (fut. ἐκγενήσομαι, aor. ἐξεγενόμην, pf. ἐκγέγονα - эп. ἐκγέγαα)
1 (у или от кого-л.) рождаться (τινος Hom., Hes. и τινι Hom., HH Her.): Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα Hom. Елена, дочь Зевса; ἔκ τινος ἐκγενέσθαι Plut. произойти вследствие чего-л.;
2 уходить (χρόνου ἐκγεγονότος πολλοῦ Her.): ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν Xen. расстаться с жизнью;
3 impers. ἐκγίγνεται (ἐκγίνεται) можно, позволено: οὐχ οἱ ἐξεγένετο Ἀθηναίους τιμωρήεασθαι Her. ему не удалось наказать афинян; εἰ, γὰρ ἐκγένοιτ᾽ ἰδεῖν …! Arph. о, если бы мне довелось увидеть …!; καὶ πολλάκις ἐκγενόμενον αὐτῷ … Isocr. и хотя он часто имел возможность …; οὐδ᾽ ἐμὲ βουλεύσασθαι ἐξεγένετο, εἴτ᾽ ἐξοιστέον (τὸ γραφὲν) εἰς τὸ φῶς, εἴ τε μή Plat. мне не приходилось даже задумываться над вопросом, издавать ли это сочинение, или нет;
4 рождать, производить на свет (ποδάγρα, ἣν Ἐρινὺς γαστρὸς ἐξεγείνατο Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγίγνομαι: μεταγεν. καὶ Ἰων. ἐκγίνομαι ῑ: μέλλ. ἐκγενήσομαι: Ἐπ. πρκμ. ἐκγέγαα, γ΄ δυϊκ. ἐκγεγάτην, μετοχ. ἐκγεγαώς, ἴδε κατωτ.: Ἀποθ., γεννῶμαι ἐκ πατρός, μετὰ γεν., οἳ Διὸς ἐξεγένοντο Ἰλ. Ε. 637, πρβλ. Υ. 231, κτλ.· ἐκγεγάτην... Ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 138· Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα Ἰλ. Γ. 199, 418· τοίων πατέρων ἐξ αἵματος ἐκγεγάᾱτε Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 16. 3, πρβλ. Βατραχομ. 143, (ὁ Ἕρμαννος ἐκ τοῦ Σουΐδα ἀναγινώσκει ἐκγεγάασθε, πρβλ. ἐκγεγάονται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 198). 2) μετὰ δοτ., γεννῶμαί τινι, Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες... ἐξεγένοντο Ἰλ. Ξ. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30., 4. 155. ΙΙ. κατὰ παρακ. καὶ ἀόρ., παρέρχομαι, χρόνου ἐκγεγονότος Ἡρόδ. 2. 175· μετὰ γεν., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν, ἀπελθεῖν ἐκ τοῦ βίου, ἀποθανεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23. ΙΙΙ. ἀπροσώπως, ἐκγίγνεται, ὡς τὸ ἔξεστι, ἐπιτρέπεται, παραχωρεῖται, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐξεγίνετό τινι ποιεῖν, δὲν ἐπετράπη εἴς τινα νὰ κάμῃ, Ἡρόδ. 1. 78., 5. 51, Ἀριστοφ. Ἱππ. 851, Λυσ. 111. 27, κτλ., καὶ ἄνευ ἀπαρεμφ., οὐκ ἐξεγένετο, δὲν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν του, Ἡρόδ. 3. 142: - ἄνευ ἀρνήσεως, δὸς ἐκγενέσθαι μοι τίσασθαι, δός, κάμε ὥστε νὰ ἐπιτραπῇ εἰς ἐμέ νὰ...., ὁ αὐτ. 5. 105· εἰ... τότ’ ἐξεγένετο Δημ. 836. 12: σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., εἰ γὰρ ἐκγένοιτ’ ἰδεῖν ταύτην με... ἡμέραν Ἀριστοφ. Εἰρ. 346.

English (Autenrieth)

aor. ἐξεγένοντο, perf. du. ἐκγεγάτην, inf. ἐκγεγάμεν, part. ἐκγεγαῶτι: spring from, perf. be descended from, τινός.

Greek Monolingual

ἐκγίγνομαι (Α)
1. κατάγομαι από κάποιον
2. είμαι παιδί κάποιου
3. έρχομαι στη ζωή
4. προέρχομαι, παράγομαι
5. (για χρόνο) περνώ
6. απρόσ. α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν' ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῦτο μή ἐκγένηται», Αριστοφ.)
β) (με ευχετική σημασία) ας δοθεί η άδεια, ας επιτραπεί («ὦ Ζεῡ, ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τίσασθαι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐκγίγνομαι: μεταγεν. και Ιων. ἐκ-γίν-[ῑ]· μέλ. -γενήσομαι. Επικ. παρακ. ἐκγέγᾰα, γʹ δυϊκ. ἐκγεγάτην [ᾰ], μτχ. ἐκγεγαώς·
I. 1. Αποθ., γενιέμαι από τον πατέρα, με γεν., Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με δοτ., γεννιέμαι σε, Πορθεῖ τρεῖς παῖδες ἐξεγένοντο, στο ίδ.
II. στον αόρ. βʹ, παρέρχομαι· χρόνου ἐκγεγονότος, χρόνος που παρήλθε, σε Ηρόδ.· με γεν., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν, να έχει απέλθει από αυτή την ζωή, να έχει πεθάνει, σε Ξεν.
III. απρόσ., ἐκγίγνεται, όπως το ἔξεστι, επιτρέπεται, είναι δεδομένο, παραδεδεγμένο· με δοτ. προσ. και απαρ., συνηθ. με άρνηση, οὐκ ἐξεγένετό τινι ποιεῖν, δεν επιτράπηκε σε αυτόν να κάνει, σε Ηρόδ.· απόλ., οὐκ ἐξεγένετο, δεν ήταν μέσα στα όρια της εξουσίας του, στον ίδ.

Middle Liddell

later and ionic ἐκ-γίν- fut. -γενήσομαι epic perf. ἐκγέγᾰα 3rd dual ἐκγεγάτην part. -ἐκγεγαώς
I. Dep.:— to be born of a father, c. gen., Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα Il.
2. c. dat. to be born to, Πορθεῖ τρεῖς παῖδες ἐξεγένοντο Il.
II. in aor2 to have gone by, χρόνου ἐκγεγονότος time having gone by, Hdt.: c. gen., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν to have departed this life, Xen.
III. impers., ἐκγίγνεται, like ἔξεστι, it is allowed, it is granted, c. dat. pers. et inf., mostly with a negat., οὐκ ἐξεγένετό τινι ποιεῖν it was not granted him to do, Hdt.: absol., οὐκ ἐξεγένετο it was not in his power, Hdt.