ἀντιγραφή
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ἡ, A a reply in writing, such as Caesar's Anticato in reply to Cicero's Cato, Plu.Caes.3,cf.Sol.1,Id.2.1059b, Herm.in Phdr.p.189A. II as law-term, answer put in by the defendant, plea, D.45.46 (where a specimen is found); sometimes of the plaintiff's plea, indictment, Pl.Ap. 27c, Hyp.Eux.31:—sts. ἀντιγραφή was used indifferently of both parties, cf. Harp.:—in Ar.Nu.471, generally, counter-pleas, cf. Poll. 8.58. III transcribing, D.H.4.62. 2 = ἀντίγραφον, Plu.2.577e. IV rescript, imperial decree, OGI262.27.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 réplica, refutación πρὸς Κικέρωνα Plu.Caes.3, πρὸς Ἀσκληπιάδην Plu.Sol.1, πρὸς Ἀρκεσίλαον Plu.2.1059b, cf. Herm.in Phdr.189
•respuesta a un escrito, a una carta, Plu.2.1098b, PWisc.3.8, 31ue.2 (III d.C.), PRoss.Georg.3.12.3 (VI d.C.).
2 rescripto imperial θεία ἀντιγραφή IGLS 4028B.42 (Betoceca III d.C.), cf. IG 12(5).658.24 (Siros III d.C.), IGBulg.4.2236.79, IGR 1.860.8 (Quersoneso).
3 copia D.H.4.62.
4 como término forense escrito, alegato presentado por cada una de las dos partes en un proceso, Ar.Nu.471, D.45.46, Poll.8.58, c. ref. al del acusador, Pl.Ap.27c, Hyp.Eux.31
•excepción Lys.23.10.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, 1) Gegenschrift, d. i. a) Antwort, Plut. Sol. 1 u. sonst. – b) Widerlegung, Plut. Caes. 3. – c) das Abschreiben, Dion. Hal. 4, 62; Abschrift, Plut. de gen. Socr. 5. – 2) Anklageschrift, Plat. Apol. 27 c; eigtl. Feststellung des Klagepunkts, ein Beispiel s. Dem. 45, 46; übh. Processe, πράγματα καὶ ἀντιγραφαί Ar. Nubb. 466.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. écrit en réponse :
1 réponse à un écrit;
2 réplique, réfutation;
II. plaidoyer;
III. transcription, copie.
Étymologie: ἀντιγράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιγρᾰφή: ἡ
1 письменный ответ Plut.;
2 письменное возражение, опровержение Plut.;
3 записка судебного защитника, встречная жалоба Dem.;
4 исковая жалоба Plat.;
5 тяжба Arph.;
6 Plut. = ἀντίγραφον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιγρᾰφή: ἡ, γραπτὴ ἀπάντησις, αὐτὸς δ’ οὖν [ὁ Καῖσαρ] ὕστερον ἐν τῇ πρὸς Κικέρωνα περὶ Κάτωνος ἀντιγραφῇ παραιτεῖται μὴ στρατιωτικοῦ λόγον ἀνδρὸς ἀντεξετάζειν πρὸς δεινότητα ῥήτορος εὐφυοῦς, καὶ σχολὴν ἐπὶ τοῦτο πολλὴν ἄγοντος Πλουτ. Καῖσ. 3, ὁ αὐτ. 2. 1059Β. ΙΙ. ὡς ὅρος νομικός, ἡ ἀπάντησις ἡ διδομένη ὑπὸ τοῦ ἐναγομένου, ἡ ἀπολογία αὐτοῦ, Δημ. 1115. 21 (ἔνθα ὑπάρχει καὶ δεῖγμα ἀντιγραφῆς)· ἐνίοτε κεῖται ἡ λέξις ἐπὶ τοῦ ἐνάγοντος, ἔγγραφος κατηγορία, Πλάτ. Ἀπολ. 27C, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 20. 40: - ἐπὶ δίκης περὶ κληρονομίας (διαδικασία κλήρου) ὁ ὅρος ἀντιγραφὴ κεῖται ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν διαδικαζομένων ἀδιαφόρως, ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολογ.: - ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 471, καθόλου, ἀντικατηγορίαι, ἴδε Πολυδ. Η΄, 58· πρβλ. δὲ καὶ Ἁρποκρ. ἐν λέξει. ΙΙΙ. τὸ ἀντιγράφειν, ὡς καὶ νῦν, Διον. Ἁλ. 4. 62. 2) = ἀντίγραφον, Πλούτ. 2. 577Ε. ΙV. βασιλικὸν διάταγμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, Βυζ.
Greek Monolingual
η (AM ἀντιγραφή)
η ακριβής μεταφορά του περιεχομένου ενός κειμένου
νεοελλ.
(για έργα τέχνης) πιστή απομίμηση
αρχ.
1. γραπτή απάντηση σε γράμμα
2. απολογία κατηγορουμένου
3. έγγραφη κατηγορία, καταγγελία
4. αναίρεση, ανασκευή
5. αντίγραφο.
Greek Monotonic
ἀντιγρᾰφή: ἡ,
I. απάντηση στα γραφόμενα κάποιου, όπως ο Αντικάτωνας του Καίσαρα, ως απόκριση στον «Κάτωνα» του Κικέρωνα, σε Πλούτ.
II. δικανικός όρος, απολογία, ομολογία, κατηγορία, μήνυση, σε Πλάτ., Δημ.
Middle Liddell
I. a reply in writing, such as Caesar's Anticato in reply to Cicero's Cato, Plut.
II. as law-term, a plea, indictment, Plat., Dem.