ῥάσσω

From LSJ
Revision as of 19:17, 22 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " fut.<br><span class="bld">A</span> " to " <br><span class="bld">A</span>fut. ")

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάσσω Medium diacritics: ῥάσσω Low diacritics: ράσσω Capitals: ΡΑΣΣΩ
Transliteration A: rhássō Transliteration B: rhassō Transliteration C: rasso Beta Code: r(a/ssw

English (LSJ)

Att. ῥάττω, (καταρράσσω) Plb.10.48.7, (συρράσσω) D.H.8.18:
Afut. ῥάξω LXX Is.9.11(10), (ξυρ-) Th.8.96: aor. ἔρραξα D.54.8, Apollod. Com.22, (συν-) X.HG7.5.16:—Pass., fut. (in med. form) ῥάξομαι (καταρ-) Plu.Caes.44: aor. ἐρράχθην LXX Da.8.10, (ἐπι-) D.H.8.18:— like ἀράσσω, strike, dash, τινὰ εἰς τὸν βόρβορον D. l.c.; overthrow, τινας LXX Is. l.c.
2 in Ion. form ῥήσσω, of dancers, beat the ground, dance, ῥήσσοντες ἁμαρτῇ μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο Il.18.571; οἱ δὲ ῥήσσοντες ἕποντο h.Ap.516; for which A.R. 1.539 has in full, ὥστε . . πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι:—so also αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος Euph.51.9; ῥήσσειν τύμπανα beat them violently, AP 7.709 (Alexander). ῥάσσω (ῥάττω) prob. has ᾱ by nature, as shown by Ion. ῥήσσω: cf. ἀράσσω:—the Ion. form is found also in the κοινή, as LXX Wi.4.19, Ev.Marc.9.18, Ev.Luc.9.42, Arr.Epict.1.20.9.]

German (Pape)

[Seite 834] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ χεῖλος διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. ῥήσσω u. ἀράσσω.

French (Bailly abrégé)

heurter, frapper, battre.
Étymologie: DELG pas d'étym. claire.

Russian (Dvoretsky)

ῥάσσω: атт. ῥάττω (ср. ἀράσσω; aor. ἔρραξα) сталкивать, ввергать (τινὰ εἰς τὸν βόρβορον Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάσσω: Ἀττ. -ττω, (συρ-) Διον. Ἁλ. 8. 18· - μέλλ. ῥάξω (ξυρ-) Θουκ. 8. 96· ἀόρ. ἔρραξα Δημ. 1259. 11, (συν-) Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 16. - Παθ. μέλλ., (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) ῥάξομαι (καταρ-) Πλουτ. Καῖσ. 44· ἀόρ. ἐρράχθην (ἐπι-) Διον. Ἁλ. 8. 18· Ὡς τὸ ἀράσσω, κτυπῶ, καταρρίπτω, ῥίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ, εἶθ’ ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες ὥστε κτλ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πατάσσω, ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὅρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Θ΄, 11).

English (Slater)

ῥάσσω, throw down ῥάξεται (coni. Gildersleeve: ἄρξεται codd., q.v.) (O. 8.45) ]

Greek Monolingual

και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α
1. χτυπώ κάποιον, τον ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.)
2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)
3. (για χορευτές) χτυπώ το έδαφος δυνατά με τα πόδια («πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)
4. κρούω, χτυπώ δυνατά («ῥήσσειν τύμπανα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fρᾶχ-, πρβλ. ῥαχ-ία) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ ρίζα wrāĝh- «χτυπώ» και να συνδεθεί με ρωσ. raziti «χτυπώ», τσέχικο raz «χτύπημα». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥάσσω (< Fραχ-) συνδέεται με το ρ. ἀράσσω «ορμώ, χτυπώ δυνατά» με μια εναλλαγή μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (Fρά-σσω: Fαρά-σσω) ανάλογη με αυτήν στα ρ. θρά-σσω: ταρά-σσω. Η άποψη, όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού F- στο ρ. ἀράσσω (βλ. και λ. αράσσω). Στους μεταγενέστερους χρόνους η οικογένεια του ρ. ῥάσσω συγχεόταν συχνά με αυτήν του ρ. ῥήγνυμι «σπάζω» (ανάλογη σύγχυση παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., πρβλ. ρωσ. raziti «χτυπώ» και ρωσ. rezati «χτυπώ», αρχ. σλαβ. rězati «κόπτω»)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to beat, to smash, to thrust, to stamp (also of dancers), intr. to strike, to dash (hell.).
Other forms: Att. ῥάττω, Ion. ῥήσσω (ep. Σ 571, ἐπι- ῥάσσω Ω 454, 456, h.Ap. 516, also LXX, NT), fut. ῥάξω, aor. ῥᾶξαι (Att., hell.), ῥαχθῆναι (LXX).
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἐπι-, συν-, κατα-.
Derivatives: 1. σύρ-, πρόσ-ραξις f. crash, impact (Arist., pap.), ἀπό- ῥάσσω n. of a ball-game (Poll., Eust.). 2. κατα-ρράκτης as adj. rushing down, precipitous (S., Str.), as subst. m. waterfall (D. S., Str.), portcullis, boarding bridge (LXX, App. a.o.), n. bird that sweeps down (Ar., Arist.), Κατα-ρρήκτης m. n. of a river in Phrygia (Hdt.); κατα-ρρακτήρ rushing down (Lyc.; of a bird). 3. ῥακτήριον ὄρχησίς τις, -τήρια τύμπανα H., ῥακτήριος approx. suitable for beating, also clamorous? (S. Fr. 802 u. 699); ῥάκτριαι f. (-ια n.?) pl. staffs, to beat off olives (Poll., H., Phot.). On ῥάγ-δην, -δαῖος s. ῥαγή; on ῥαχία s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rather rare verb, which in the koine was confused with ῥήγνυμι. Without certain connection. As before the ῥ- a consonant must have disappeared, an original PGr. *Ϝράχ-ι̯ω (cf. ῥαχ-ία) can be identified with a Slavic verb for beat (also with loss of u̯-), e.g. Russ. razítь, Czech. raziti, to which a.o. Czech. ráz stroke, stamp, Russ. raz turn, IE *u̯rāǵ(h)- (WP. 1, 318f. with Lidén Ein balt.-slav. Anlautges. 24 f.). The Slav. words, however, have also been connected with Russ. rézatь cut, slaughter, OCS rězati κόπτειν' etc. and so with ῥήγνυμι (s. Vasmer s. raz II and Fraenkel s. rė́zti 1), which however clearly semant. slightly deviate. (As in Greek ῥήσσω and ῥήγνυμι, so in Slav. the corresponding verbs may have partly coalesced. -- The attractive connection with ἀράσσω (Bechtel Lex. s. ῥήσσω with Joh. Schmidt; cf. ταλα- : τλα-, ταράξαι : θράσσω) would require a PGr. *Ϝαράχ-ι̯ω; but there is no trace of a Ϝ-. Cf. ῥάχις.

Frisk Etymology German

ῥάσσω: (hell.),
{rhássō}
Forms: att. ῥάττω, ion. ῥήσσω (ep. seit Σ 571, ἐπι- ~ Ω 454, 456, h.Ap. 516, auch LXX, NT u.a.), Fut. ῥάξω, Aor. ῥᾶξαι (att., hell.), ῥαχθῆναι (LXX usw.),
Grammar: v.
Meaning: ‘schlagen, niederschmettern, stoßen, stamp- fen’ (auch von Tänzern), intr. losschlagen, losstürzen.
Composita : auch m. Präfix, z.B. ἐπι-, συν-, κατα-,
Derivative: Davon 1. σύρ-, πρόσραξις f. ‘Zusammen-, Anstoß’ (Arist., Pap. u.a.), ἀπό- ~ N. eines Ballspiels (Poll., Eust.). 2. καταρράκτης als Adj. herabstürzend, abschüssig (S., Str.), als Subst. m. Wasserfall (D. S., Str.), Fallgatter, Enterbrücke (LXX, App. u.a.), N. eines herabstürzenden Vogels (Ar., Arist. usw.), Καταρρήκτης m. N. eines Flusses in Phrygien (Hdt.); καταρρακτήρ herabstürzend (Lyk.; von einem Vogel). 3. ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, -τήρια· τύμπανα H., ῥακτήριος etwa zum Schlagen geeignet, auch lärmend? (S. Fr. 802 u. 699); ῥάκτριαι f. (-ια n.?) pl. Stäbe, um Oliven abzuschlagen (Poll., H., Phot.). Zu ῥάγδην, -δαῖος s. ῥαγή; zu ῥαχία bes. Verhältnismäßig seltenes Verb, das in der Koine mit ῥήγνυμι zusammengeworfen wurde.
Etymology : Ohne sichere Anknüpfung. Da vor ῥ- ein Konsonant geschwunden sein muß, kann ein urgr. *ϝράχι̯ω (vgl. ῥαχία) mit einem slavischen Verb für schlagen (ebenfalls mit -Schwund) identifiziert werden, z.B. russ. razítь, čech. raziti, wozu u.a. čech. ráz Schlag, Gepräge, russ. raz Mal, idg. *u̯rāĝ(h)- (WP. 1, 318f. mit Lidén Ein balt.-slav. Anlautges. 24 f.). Die slav. Wörter sind aber auch mit russ. rézatь schneiden, schlachten, aksl. rězati ’κόπτειν’ usw. und dadurch mit ῥήγνυμι verbunden worden (s. Vasmer s. raz II und Fraenkel s. rė́zti 1), die aber unleugbar semantisch davon etwas abweichen. Wie im Griech. ῥήσσω und ῥήγνυμι können übrigens im Slav. die entsprechenden Verba z.T. zusammengeflossen sein. — Die begrifflich sehr ansprechende Anknüpfung an ἀράσσω (Bechtel Lex. s. ῥήσσω mit Joh. Schmidt; vgl. ταλα- : τλα-, ταράξαι : θράσσω) scheint ein urgr. *ϝαράχι̯ω vorauszusetzen; von ϝ- fehlt aber jede Spur. Vgl. zu ῥάχις.
Page 2,643-644

Chinese

原文音譯:?»gnumi 雷格匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:裂開
字義溯源:破裂*,裂開,破毀,打破,推翻,撞倒,摔倒,高聲,咬。參讀 (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι) (θραύω / θραυματίζω)同義字
同源字:1) (περιρήγνυμι)剝開 2) (προσρήγνυμι / προσρήσσω)衝向前 3) (ῥῆγμα)撕裂 4) (ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)破裂
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(2);加(1)
譯字彙編
1) 裂開(2) 太9:17; 可2:22;
2) 摔倒(2) 可9:18; 路9:42;
3) 會將⋯裂開(1) 路5:37;
4) 要高聲(1) 加4:27;
5) 咬(1) 太7:6