βρῖθος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
εος, τό, weight, Hp.Mul.1.48, E.Tr.1050, Plu.Marc.15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29.
Spanish (DGE)
-εος, τό
peso β. γίνεται ἐν τῇσι μέτρῃσι Hp.Mul.1.48, μεῖζον β. ἢ πάροιθ' ἔχει; ¿pesa más que antes? ref. a Helena, E.Tr.1050, τὸ τῆς κύστεως β. Mnesith.Ath.51.19, δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... β. Nic.Th.102, μηδενὸς ὅλως τὸ β. στέγοντος de las piedras lanzadas como proyectiles, Plu.Marc.15
•fig. τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον algunas de las desgracias tienen un peso e influencia en la vida Arist.EN 1101a29.
German (Pape)
[Seite 464] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ion. εος, att. ους (τό) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: cf. βριθύς, βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρῖθος -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid.
Russian (Dvoretsky)
βρῖθος: εος τό
1 груз, кладь (τῶν νεῶν Plut.);
2 вес (μεῖζον β. ἔχειν Eur.);
3 бремя, тяжесть (τῶν ἀτυχημάτων Arst.).
Middle Liddell
Greek Monolingual
βρῑθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].
Greek Monotonic
βρῖθος: -εος, τό (βρῑθύς), βάρος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βρῖθος: -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.