ἐπίξανθος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον, inclining to yellow, tawny, of hares, X.Cyn. 5.22; of deer, Poll.5.76; of the open lime-flower, Thphr.HP3.10.4, cf.4.2.7.
German (Pape)
[Seite 966] gelblich, bräunlich, z. B. die Farbe der Hafen, Xen. Cyn. 5, 22; der Hirsche, Poll. 5, 76; von Pflanzen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jaunâtre, fauve.
Étymologie: ἐπί, ξανθός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίξανθος: рыжеватый, русый (λαγώς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξανθος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ ξανθόν, κιτρινωπός, ἐπὶ λαγωῶν, Ξ. Κύν. 5. 22· ἐπὶ ἐλάφων, Πολυδ. Ε΄, 76· ἐπὶ φυτῶν τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
Greek Monotonic
ἐπίξανθος: -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός, λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.