προσποίημα

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποίημα Medium diacritics: προσποίημα Low diacritics: προσποίημα Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: prospoíēma Transliteration B: prospoiēma Transliteration C: prospoiima Beta Code: prospoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f. 2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7. 3 disguise, ἐν π. φίλων D.H.10.13, cf. App.BC3.64.

German (Pape)

[Seite 778] τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce que l'on prend ou prélève pour soi;
2 affectation, faux-semblant, feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσποίημα -ατος, τό [προσποιέω] pretentie.

Russian (Dvoretsky)

προσποίημα: ατος τό притворство, симуляция (δικαιοσύνης Plut.): τῷ προσποιήματι Arst. притворно.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσποιοῦμαι
1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση
2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση
3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση
4. πρόσχημα, πρόφαση.

Greek Monotonic

προσποίημα: -ατος, τό, προσποίηση, πρόφαση, αξίωση, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προσποίημα: τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ προσηκόντως, πρόφασις, ἀξίωσις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) προσωπεῖον, προσποίησις, Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.

Middle Liddell

προσποίημα, ατος, τό, [from προσποιέω
a pretence, assumption, Arist.