ἀρωγή

From LSJ
Revision as of 11:03, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ρωγή Medium diacritics: ἀρωγή Low diacritics: αρωγή Capitals: ΑΡΩΓΗ
Transliteration A: arōgḗ Transliteration B: arōgē Transliteration C: arogi Beta Code: a)rwgh/

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (ἀρήγω) A aid, succour, Ζηνὸς ἀρωγῇ Il.4.408; ἐς μέσον . . δικάσσατε μηδ' ἐπ' ἀρωγῇ judge impartially and not in any one's favour, ib.23.574; πέμπειν ἀ. A.Ch.477 (lyr.); οὐδ' ἔχων ἀ. S.Ph.856 (lyr.); in parody of A., Ar.Ra.1267 sq.; ἀρωγή νόσου, ἀρωγή πόνων, help against... Pl. Lg.919c, Mx.238a. II of persons, an aid, succour, succor, διπλᾶς ἀρωγὰς μολεῖν, of Apollo and Artemis, S.OC1094 (lyr.); στρατιῶτιν ἀ., of the Greek host, A.Ag.47, cf. 73 (lyr.).—Poet. word, rare in Prose.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀρωγά A.A.226, S.Ph.856
• Grafía: graf. ἀρρ- Hsch.
• Prosodia: [ᾰ]
1 parcialidad, postura partidista τί μοι ἔριδος καὶ ἀρωγῆς; Il.21.360, ἐς μέσον ἀμφοτέροισι δικάσσατε μήδ' ἐπ' ἀρωγῇ Il.23.574, cf. A.R.2.261.
2 auxilio, ayuda, socorro esp. por parte de los dioses Ζηνός Il.4.408, πέμπετ' ἀρωγήν A.Ch.477, cf. Fr.132 (parod. como estribillo en Ar.Ra.1267, 1271, 1277), διπλᾶς ἀρωγάς de Apolo y Ártemis S.OC 1094, A.R.2.423
ἀρωγὰς ἐκ τάφου πέμπει πατήρ A.Eu.598, ἐς φίλους S.Ph.1145
del ejército στρατιῶτιν ἀρωγήν A.A.47, cf. 73, Pers.731
fig. de argucias lógico-filosóficas, Numen.25.84
protección, ayuda ἀ. δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν de naves que entrechocan, A.Pers.414, ἀνὴρ ἀνόμματος οὐδ' ἔχων ἀρωγάν S.Ph.856, cf. Nic.Th.520, Al.326
c. gen. de cosa auxilio, protección contra γυναικοποίνων πολέμων A.A.226, νόσου Pl.Lg.919c, πόνων Pl.Mx.238a.

German (Pape)

[Seite 368] ἡ, Hülfe, Beistand, Schutz, Hom. Iliad. 4, 408. 21, 360. 23, 574; Tragg.; Aesch. Ag. 47. 73 konkret, das Heer; νόσου, πόνων, gegen, Plat. Lys. XI, 919 c Menex. 238 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
secours, aide ; μήτ' ἐπ' ἀρωγῇ IL et non pour rendre service, càd sans partialité ; en parl. de pers. celui ou celle qui vient au secours, un secours.
Étymologie: ἀρήγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρωγή: дор. ἀρωγά (ᾰρ) ἡ
1 (реже pl.) помощь, защита Aesch., Soph.: ἀ. τινος Plat., Plut. защита от чего-л. или помощь в чем-л.; μήδ᾽ ἐπ᾽ ἀρωγῇ Hom. не в виде покровительства, т. е. беспристрастно;
2 Aesch., Soph. = ἀρωγός II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωγή: ἡ, (ἀρήγω) βοήθεια, ἐπικουρία, ὑπεράσπισις, ποιητ. λέξις σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ζηνὸς ἀρωγῇ Ἰλ. Δ. 408· ἐς μέσον... δικάσσατε μήτ’ ἐπ’ ἀρωγῇ, δικάσατε ἀπροσωπολήπτως καὶ οὐχὶ ἐξ εὐνοίας πρός τινα, «μηδετέρῳ ἡμῶν βοηθεῖτε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 574· πέμπειν ἀρ. Αἰσχύλ. Χο. 477, 774· οὐδ’ ἔχων ἀρ. Σοφ. Φ. 856· ὁ Ἀριστοφ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν Βατρ. 1267 ἔνθα παρῳδεῖ τὸν Αἰσχύλον, ἰή, κόπον οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ― ἀρ. νόσου, πόνων Πλάτ. Νόμ. 919C, Μενέξ. 238Α. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, βοήθεια, ἐπικουρία, διπλᾶς ἀρωγᾶς μολεῖν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1094· στρατιῶτιν ἀρ., ἐπὶ τῆς Ἑλληνικῆς στρατιᾶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, πρβλ. 73.

English (Autenrieth)

(ἀρήγω): help, aid in battle; τί μοι ἔριδος καὶ ἀρωγῆς, ‘why should I concern myself with giving succor?’ Il. 21.360.

Greek Monolingual

η (AM ἀρωγή) (Α) αρήγω
η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη
νεοελλ.
το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα.

Greek Monotonic

ἀρωγή: ἡ (ἀρήγω
I. βοήθεια, επικουρία, υπεράσπιση, συνδρομή, προστασία, Ζηνὸς ἀρωγή, βοήθεια που προσφέρεται από τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ'ἀρωγῇ, ευνοϊκά προς κάποιον, στο ίδ.· ἀρωγὴ νόσου, βοήθεια ενάντια..., σε Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, βοήθεια, επικουρία, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἀρήγω
I. help, aid, succour, protection, Ζηνὸς ἀρωγή aid given by Zeus, Il.; ἐπ' ἀρωγῆι in anyone's favour, Il.; ἀρ. νόσου, help against . ., Plat.
II. of persons, an aid, succour, Aesch., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=βοήθεια). Παράγωγο τοῦ ἀρήγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.