μεταγωγή

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετᾰγωγή Medium diacritics: μεταγωγή Low diacritics: μεταγωγή Capitals: ΜΕΤΑΓΩΓΗ
Transliteration A: metagōgḗ Transliteration B: metagōgē Transliteration C: metagogi Beta Code: metagwgh/

English (LSJ)

ἡ, A removal, transference, τῆς ὕλης Sor.2.42; τινὸς εἰς Αἴγυπτον Aristeas 23, J.AJ12.2.3. 2 change, transfer, εἰς τοὐναντίον Phld.Lib.p.11 O.; ἐκ… εἰςD.H.Th.48; wheeling, manoeuvring, Ascl.,Tact.7.5 (pl.): Rhet., transposition, rearrangement, πραγμάτων μεταγωγαί D.H.Is.15.

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Weg- u. Anderswohinführen, Verändern, τῶν πραγμάτων, D. Hal. iud. Is. 15.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγωγή: ἡ, τὸ μετάγειν εἰς ἄλλον τόπον, τὴν εἰς Αἴγυπτον αὐτῶν μεταγωγὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 3. 2) μεταβολή, μεταφορά, ἐκ... εἰς... Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 48· - παρὰ τοῖς Ρήτ., μετατεθειμένη διήγησις, πραγμάτων Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου. 15.

Greek Monolingual

η (Α μεταγωγή) μετάγω
μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση
νεοελλ.
1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές
2. το σύνολο τών χειρισμών που απαιτούνται για την αντικατάσταση ενός τηλεπικοινωνιακού μηχανήματος από ένα άλλο όμοιό του
3. (ηλεκτρολ.) μετατροπή της συνδεσμολογίας και, κατά συνέπεια, της λειτουργικότητας, ενός ή περισσότερων ηλεκτρικών κυκλωμάτων με την αποκατάσταση ή τη διακοπή κάποιων επαφών τους
4. βιολ. μηχανισμός γονιδιακού συνδυασμού στα βακτήρια, κατά τον οποίο τμήματα χρωματοσώματος ενός βακτηρίου μεταφέρονται σε άλλο, αφού πρώτα προσκολληθούν στο χρωματόσωμα ενός βακτηριοφάγου
5. μεταφορά υπό συνοδεία φρουρών από τόπο σε τόπο ενός προσώπου που βρίσκεται υπό κράτηση
6. φρ. «τμήμα μεταγωγών
αστυνομικό κατάστημα στο οποίο προσάγονται προσωρινά οι κρατούμενοι προκειμένου να μεταφερθούν από έναν χώρο ή τόπο κράτησης σε άλλο ή κατά τη μεταφορά τους από τις φυλακές στο δικαστήριο και αντιστρόφως
αρχ.
1. μεταβολή, μετάβαση
2. φρ. «μεταγωγαί πραγμάτων
(ρητ.) ρητορικός τρόπος κατά τον τρόπο κατά τον οποίο ένα πράγμα εξετάζεται και διασαφηνίζεται από διάφορες απόψεις.