ἐπεισκωμάζω

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισκωμάζω Medium diacritics: ἐπεισκωμάζω Low diacritics: επεισκωμάζω Capitals: ΕΠΕΙΣΚΩΜΑΖΩ
Transliteration A: epeiskōmázō Transliteration B: epeiskōmazō Transliteration C: epeiskomazo Beta Code: e)peiskwma/zw

English (LSJ)

rush in like disorderly revellers, Pl.R.500b; of tyrants, Stoic. 3.191: Metaph. of arguments, Pl.Tht.184a, cf. Luc.Pseudol.11: c. acc., Σωφροσύνην καὶ Ἐγκράτειαν -εκώμασαν (nisi leg. -εκόμισαν) Aristox.Fr.Hist.15: c. dat., make an inroad upon, Κελτοὶ ἐ. τῇ Ἑλλάδι Aristid.Or.22 (19).8.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinschwärmen, eigtl. vom bacchischen Chor mit Musik u. Tanz, übh. auf freche Weise sich eindrängen, οἱ ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότες Plat. Rep. VI, 500 d; ὑπὸ τῶν ἐπεισκωμαζόντων λόγων Theaet. 184 a; vgl. Luc. Pseudol. 11; πόλεμος ἐπεισκωμάζει, bricht herein, Aristid. – Die transitive Bdtg »noch dazu einführen«, Polyarch. bei Ath. XII, 546 c, ist zweifelhaft, wahrscheinlich ist ἐπεισκομίζω zu lesen.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεισεκώμασα, pf. ἐπεισκεκώμακα;
faire irruption comme des libertins en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, εἰσκωμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισκωμάζω: (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться (ἔξωθεν Plat.; τισὶ ἀπό τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκωμάζω: εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.

Greek Monolingual

ἐπεισκωμάζω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.)
2. κάνω επιδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»].

Greek Monotonic

ἐπεισκωμάζω: μέλ. —σω, ορμώ με φόρα όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. σω
to rush in like revellers, Plat.