Βακχεία
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ, Bacchic frenzy, revelry, Βακχείας καλῆς A.Ch.698, cf. E.Ba.232, Arist.Pol.1342b4; ἡδονῇ δοὺς ἔς τε Β. πεσών (prob. for -εῖον) E.Ph.21; τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ Βακχείας the madness and frenzy of philosophy, Pl.Smp.218b: in plural, Bacchic orgies, E.Ba. 218,1293.
Greek (Liddell-Scott)
Βακχεία: ἡ, ἡ ἑορτὴ τοῦ Βάκχου, βακχικὴ μανία, παραφροσύνη, ἔκφρων εὐθυμία, Βακχείας καλῆς Αἰσχύλ. Χο. 698 (ὁ Ἑρμανν. προτείνει Βακχείας ζάλης), πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 232, καὶ ἴδε ἐν λέξει Φρυγιστί· τῆς φιλοσόφου μανίας καὶ Βακχείας, ἡ μανία καὶ τρέλλα, ἐνθουσιασμὸς τῆς φιλοσοφίας, Πλάτ. Συμπ. 218Β· - κατὰ πληθ., βακχικὰ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 215. 1294.
Greek Monotonic
Βακχεία: ἡ, γιορτή προς τιμήν του Βάκχου, βακχική μανία, κραιπάλη, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, παραφροσύνη κι ενθουσιασμός από την επαφή με τη φιλοσοφία, σε Πλάτ.· στον πληθ., τα βακχικά όργια, σε Ευρ.
Middle Liddell
the feast of Bacchus, Bacchic frenzy, revelry, Aesch., Eur.: generally, frenzy, Plat.:—in pl. Bacchic orgies, Eur.