ἀντιπροσαγορεύω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
return salute, Plu. Crass.3 (in aor. -ευσα):— but in earlier Prose, aor. 2 ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3:—Pass., ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. act. ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3, pas. ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1]
devolver el saludo προσαγορευθεὶς μὴ ἀντιπροσειπεῖν Thphr.l.c., ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Plu.Crass.3, en v. pas. προσειπών τινα χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη X.l.c., cf. Aristaenet.1.4.26.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen anreden u. begrüßen, Plut. Crass. 3.
French (Bailly abrégé)
rendre un salut à, acc..
Étymologie: ἀντί, προσαγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπροσᾰγορεύω: обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροσᾰγορεύω: ἀνταποδίδω χαιρετισμόν, ἀντασπάζομαι, οὐδενὶ γὰρ οὕτως ἀπήντησε Ρωμαίων ἀδόξῳ καὶ ταπεινῷ Κράσσος, ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Πλουτ. Κράσσ. 3: - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. ἀόρ. εἶναι ἀντιπροσεῖπον Θεοφρ. Χαρ. 15· παθ. ἀντιπροσερρήθην Ξεν. Ἀπομ. 3.13, 1.
Greek Monolingual
ἀντιπροσαγορεύω (Α)
ανταποδίδω προσφώνηση ή χαιρετισμό.
Greek Monotonic
ἀντιπροσᾰγορεύω: μέλ -σω, χαιρετώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.