ἀπείθεια Search Google

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείθεια Medium diacritics: ἀπείθεια Low diacritics: απείθεια Capitals: ΑΠΕΙΘΕΙΑ
Transliteration A: apeítheia Transliteration B: apeitheia Transliteration C: apeitheia Beta Code: a)pei/qeia

English (LSJ)

ἡ, disobedience, X.Mem.3.5.5, D.H.9.41, Arr. Epict.3.24.24; υἱοὶ τῆς ἀπειθείας Ep.Eph.5.7; later ἀπειθία, ἡ, BGU 747ii14 (ii A.D.), etc., Glossaria.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): tard. -ία BGU 747.2.14 (II d.C.), PSI 222.5, 25 (III d.C.), Gloss.2.115
desobediencia X.Mem.3.5.5, Plb.32.13.4, 33.12.8, D.H.9.41, LXX 4Ma.8.9, 18, Arr.Epict.3.24.24, POxy.34.3.12 (II d.C.), υἱοὶ τῆς ἀπειθείας Ep.Eph.5.6, de la desobediencia a Dios, Clem.Al.Strom.7.16.102
personif., Herm.Sim.9.15.3, D.C.75.12.5.

German (Pape)

[Seite 283] ἡ, Ungehorsam, Xen. Mem. 3, 5, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désobéissance.
Étymologie: ἀπειθής.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείθεια:непослушание, неповиновение Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείθεια: ἡ, τὸ μὴ πείθεσθαι, τὸ μὴ ὑποκούειν, Ξεν. Ἀπομ. 3. 5, 5. Πλουτ. Αἰμίλ. 31, Καιν. Διαθ., ἀπ. πρὸς τὸν λόγον Κλήμ. Ἀλ. 159.

English (Strong)

from ἀπειθής; disbelief (obstinate and rebellious): disobedience, unbelief.

English (Thayer)

(WH ἀπειθια, except in Heb. as below (see Iota)), ἀπειθας, ἡ (ἀπειθής), disobedience (Jerome, inobedientia), obstinacy, and in the N. T. particularly obstinate opposition to the divine will: υἱοί τῆς ἀπειθείας, those who are animated by this obstinacy (see υἱός, 2), used of the Gentiles: R G L brackets). (Xenophon, mem. 3,5, 5; Plutarch, others.)

Greek Monolingual

η (AM ἀπείθεια)
το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή
αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος.

Greek Monotonic

ἀπείθεια: ἡ (ἀπειθής), ανυπακοή, απειθαρχία, σε Ξεν., Κ.Δ.

Middle Liddell

ἀπειθής
disobedience, Xen., NTest.

Chinese

原文音譯:¢pe⋯qeia 阿-胚帖阿
詞類次數:名詞(7)
原文字根:不-(可)說服(的)
字義溯源:不信的,不信從,不順服,頑固,悖逆;源自(ἀπειθής)=不受勸導的),由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐπισείω / πείθω)*=說服)組成。悖逆不信從的人,他們的分乃是神的岔怒( 弗5:6; 西3:6)
出現次數:總共(7);羅(2);弗(2);西(1);來(2)
譯字彙編
1) 不信從(2) 來4:6; 來4:11;
2) 悖逆之(2) 弗2:2; 弗5:6;
3) 不順服(2) 羅11:30; 羅11:32;
4) 悖逆(1) 西3:6

Translations