μαλθάσσω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
= μαλάσσω, soften, soothe, μ. κέαρ A.Pr.381; τωὰ λόγοις E.HF298; τί γάρ σε μαλθάσσοιμ' ἄν…; why should I soothe thee with fair words? S.Ant.1194: μ. κοιλίην relax the bowels, Hp. Acut.16, Art.40:—Pass., οὐδὲ μαλθάσσει λιταῖς A.Pr.1008; μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Id.Eu.134.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμάλθαξα ; Pass. ao. ἐμαλθάχθην;
1 engourdir;
2 fléchir, adoucir, calmer, apaiser, acc..
Étymologie: μαλθακός.
German (Pape)
= μαλάσσω, erweichen, besänftigen, κέαρ, Aesch. Prom. 379, und pass., οὐδὲ μαλθάσσῃ λιταῖς, 1010; aber μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ ist = durch Schlaf erschlafft, Eum. 129; mit Worten schonend behandeln, Soph. Ant. 1179, wie Eur. ὡς λόγοισι τόνδε μαλθάξαιμεν ἄν, Herc.Fur. 298.
Russian (Dvoretsky)
μαλθάσσω: Trag. = μαλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθάσσω: μαλάσσω, μαλακύνω, κάμνω μαλακόν, μ. κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς ὕστερον ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει κέαρ λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.
Greek Monolingual
μαλθάσσω (Α) μαλθακός
1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.)
2. καταπραΰνω, καθησυχάζω
3. φρ. «μαλθάσσω κοιλίην» — χαλαρώνω τα έντερα.
Greek Monotonic
μαλθάσσω: = μαλάσσω, μαλακώνω, απαλύνω, στους Τραγ.· Παθ., μαλαχθεῖσ' ὕπνῳ, αποκαμωμένη από τον ύπνο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μαλθάσσω, = μαλάσσω
to soften, soothe, Trag.:—Pass., μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Aesch.