κευθμών
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (κεύθω)
A hiding place, hole, μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος Od.13.367; ὥς τε σύες, πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες in the close-barred sties, 10.283; κευθμῶνες ὀρέων hollows of the mountains, Pi.P.9.34; κευθμών Κιθαιρῶνος Orac. ap. Hdt.7.141; Ἰδαῖον ἐς κευθμῶν' E.Hel.24; Μαλέας ἄκροι κ. Id.Cyc.293; ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονός A.Eu.805.
2 of the nether world, γαίης ἐν κευθμῶνι Hes.Th.158; Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών = the deep black vault of Tartarus, A.Pr.222; νεκρῶν E.Hec.1; ἠλιβάτοις ὑπὸ κ. Id.Hipp.732 (lyr.).—Rare in Prose, as Str.11.2.10.
German (Pape)
[Seite 1426] ῶνος, ὁ, ein verborgener, abgelegener Ort, Schlupfwinkel, Höhle; μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος Od. 13, 367, um Schätze zu verstecken; auch πυκινοὶ κευθμῶνες, dichtverwahrte Schweinekofen, 10, 283; γαίης ἐν κευθμῶνι Hes. Th. 158; vgl. Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών, der schwarztiefe Schlund, Aesch. Prom. 220; aber Eum. 772 ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονός ist = ἄδυτον, das verborgene Allerheiligste; vgl. Coluth. 93; – κευθμῶνες ὀρέων, Schluchten, Pind. P. 9, 35; Ἰδαῖον ἐς κευθμῶνα Eur. Hel. 24; ἠλιβάτοις ὑπὸ κευθμῶσι Hipp. 732, vgl. Cycl. 292. S. auch κεῦθος. Selten in Prosa, wie Strab., s. κευθμός.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
1 cachette;
2 les régions souterraines, les enfers;
3 fourré de bête sauvage (de sanglier, etc.).
Étymologie: κεύθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κευθμών -ῶνος, ὁ [κεύθω] zelden in proza, schuilplaats:; Γαιης ἐν κευθμῶνι in een schuilplaats in (de) Aarde (de onderwereld) Hes. Th. 158; ἠλιβάτοις ὑπὸ κευθμῶσι γενοίμαν was ik maar verborgen in schuilplaatsen hoog in de bergen Eur. Hipp. 732; uitbr. hok, stal:. ὥς τε σύες... κευθμῶνες ἔχοντες als varkens in hokken levend Od. 10.283.
Russian (Dvoretsky)
κευθμών: ῶνος, Hom. κευθμός ὁ
1 скрытое (потайное или укромное) место, тайник: μαιομένη κευθμῶνας Hom. ощупывая потайные места (в стенах пещеры);
2 закут, хлев Hom.;
3 глубь, недра или пропасть, бездна (Ταρτάρου Aesch.);
4 ущелье, овраг (κευθμῶνες ὀρέων Pind.);
5 священное место, тайное убежище (ἕδραι καὶ κευθμῶνες, sc. τῶν θεῶν Aesch.).
English (Autenrieth)
ῶνος: hiding-place, cranny, Od. 13.367; of the sties of swine, Od. 10.283.
English (Slater)
κευθμών hollow, glen of a mountain. “ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” (P. 9.34) καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.
Greek Monolingual
κευθμών, -ῶνος, ὁ (Α) κεύθω
1. κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά («κευθμῶνας ὀρέων», Πίνδ.)
2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει» — τον σκεπάζει ο βαθύς και σκοτεινός θόλος του Ταρτάρου, ο κατασκότεινος κρυψώνας, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κευθμών: -ῶνος, ὁ (κεύθω),
1. κρυψώνα, κρύπτη, τρύπα, γωνία για κρύψιμο, σε Ομήρ. Οδ.· κευθμῶνες ὀρέων, τα σπήλαια των βουνών, σε Πίνδ., Ευρ.
2. λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, η Άβυσσος, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
3. στον Αισχύλ. Ευμ. 805 ἄδυτον, ιερό, ναός, άδυτο.
Greek (Liddell-Scott)
κευθμών: -ῶνος, ὁ, (κεύθω) κρυψών, κρύπτη, ὀπή, γωνία πρὸς κρύψιμον, μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος, «ἐρευνῶσα, ζητοῦσα τὰς καταδύσεις, ἢ τοὺς κοίλους τόπους (καὶ ἀνακεχωρισμένος)» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ν. 367· ὥστε σύες, πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες, τοὺς συφεοὺς ὅπου συγκλείονται οἱ χοῖροι, Κ. 283· κευθμῶνες ὀρέων, τὰ σπήλαια αὐτῶν, Πινδ. Π. 9. 60· κ. Κιθαιρῶνος Χρησμ. παρ’ Ἠροδ. 7. 141· Ἰδαῖον ἐς κευθμῶν· Εὐρ. Ἠλ. 24, πρβλ. Κύκλ. 293. 2) ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, γαίης ἐν κευθμῶνι Ἡσ. Θ. 158, Καλλ. εἰς Δία 34· Ταρτάρου μελαμβαθὴς κ., ὁ βαθὺς καὶ μέλας θόλος τοῦ Ταρτ., Αἰσχύλ. Πρ. 220· νεκρῶν Εὐρ. Ἑκ. 1· πρβλ. ἡλίβατος ΙΙ. 3) ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 805 = ἄδυτον, τὸ ἱερώτατον μέρος τοῦ ναοῦ. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις, οἷον Στράβ. 495.
Middle Liddell
κευθμών, ῶνος, κεύθω
1. a hiding place, hole, corner, Od.; κευθμῶνες ὀρέων the hollows of the mountains, Pind., Eur.
2. of the nether world, the abyss, Hes., Aesch.
3. in Aesch. Eum. 805 = ἄδυτον, a sanctuary.
English (Woodhouse)
hiding-place, hiding -place, lurking place