στόνος
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ὁ, (στένω) sighing or groaning, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445; αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν 19.214; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, Od.22.308; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος A.Th.900 (lyr.); στόνον σαυτοῦ ποεῖ; S.Ph.752; in plural, A.Th.146 (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί S.Ant. 592 (lyr.): rare in Prose, Th.7.71.
German (Pape)
[Seite 949] ὁ, das Stöhnen, Seufzen; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; στόνος ὤρνυτ' ἀεικής, 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben οἰμωγή, Thuc. 7, 71.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gémissement ; qqf en parl. du bruit de la mer.
Étymologie: στένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
στόνος: ὁ
1 стон, рыдание Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;
2 гул, рев (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ' ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ.
β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον- του στένω (πρβλ. λέγω: λόγος)].
Greek Monotonic
στόνος: ὁ (στένω), στεναγμός, γογγυσμός, θρήνος, βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στόνος: ὁ, (στένω) στεναγμός, γογγυσμός, θρῆνος, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· αἷμα καὶ ἀργαλέος στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ ἀεικής Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον σαυτοῦ ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
Middle Liddell
στόνος, ὁ, στένω
a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=στεναγμός, θρῆνος). Ἀπό τό στένω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
groaning
Finnish: valittava; German: ächzend, stöhnend; Spanish: gemidor, gemebundo; Turkish: inleyerek, sızlanarak
lamentation
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe