ἥρως
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ὁ (also ἡ in signf. 111), gen. ἥρωος (ἥρως codd. in Od.6.303, fort. leg. ἥρωος), IG22.1641.6 (iv B.C.), etc.; also
A ἥρω D.19.249, IG2.1191 (iii B.C.), Paus.10.4.10: dat. ἥρωϊ, mostly in form ἥρῳ Il.7.453, Od.8.483, Pl.Com.174.18, Orac. ap. D.43.66: acc. ἥρωα Pl.Lg.738d, IG3.810 (ἥρωα Epigr.Gr.774 (Priene)); usu. in form ἥρω IG2.1058.25 (iv B.C.), Pl.R.391d, A.R.2.766, etc., also ἥρων Hdt.1.167:—Plur., nom. ἥρωες (ω Pi.P.4.58), rarely contr. ἥρως, as in Ar.Fr.304: dat. ἥρωσιν A.Fr.55, Ar.Av.1485; ἡρώνεσσι Sophr.154: acc. ἥρωας (ω Pi.P.1.53), rarely ἥρως, as in A.Ag.516, Luc.Dem.Enc.4:—hero, ἥρωες Δαναοί, Ἀχαιοί, Il.2.110,19.34; στίχας ἀνδρῶν ἡρώων Od.1.101; ἡρώων ἀγοράς, of the Phaeacians, 7.44; ἥρῳ Δημοδόκῳ 8.483; οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀρχαίων μόνοι ἦσαν ἥρωες, οἱ δὲ λαοὶ ἄνθρωποι Arist.Pr. 932b18, but cf. Il. cc. 2 the Fourth Age of men, between δαίμονες and ἄνθρωποι, Hes.Op.172, cf. Pl.Cra.398c. 3 heroes, as objects of worship, ἥ. ἀντίθεοι Pi.P.1.53,4.58; ἥ. θεός, of Heracles, Id.N.3.22; but [Ἡρακλέϊ] τῷ μὲν ὡς Ὀλυμπίῳ θύουσι, τῷ δὲ ἑτέρῳ ὡς ἥρωι ἐναγίζουσι Hdt.2.44; Σίσυφος ἥ. Thgn.711; twice in A., Ag.516, Fr.55; once in E., Fr.446(lyr.); οὔτε θεοὺς οὔθ' ἥρωας αἰσχυνθεῖσα Antipho 1.27; esp. of local deities, founders of cities, patrons of tribes, etc., Hdt.1.168, Th.4.87, Pl.Lg.l.c., Arist.Pol.1332b18, etc.; at Athens, ἥ. ἐπώνυμοι heroes after whom the φυλαί were named, Paus.1.5.1,2, cf. Hdt.5.66; of historical persons to whom divine honours were paid, as Brasidas at Amphipolis, Th.5.11, cf. Hdt.5.114,7.117: hence,= Lat. divus, ἥρωα ἀπεδείξατε [τὸν Αὔγουστον] D.C.56.41; also,= Lares, D.H.4.14; ὁ κατ' οἰκίαν ἥ.,= Lar familiaris, ib.2. II later,= μακαρίτης, deceased, Alciphr.3.37, Hld.7.13: pl., PMag.Par.1.1390: freq. in Inscrr., ἥρως χρηστέ, χαῖρε IG9(2).806, cf. 14.223, etc.; even of women, ib.9(2).961 (Larissa), al.; θεοῖς ἥρωσι,= Dis Manibus, ib.14.1795 (Rome), etc.; ὑβρίσαντας τοὺς ἥρωας τῶν τέκνων ἡμῶν SIG1243.23 (Acraeph.). III ἥ. ποικίλος, = στιγματίας, Hsch., Phot. IV βοῦς ἥ., = ἡγεμών, IG22.1126.32. V v. Ἥρων.
German (Pape)
[Seite 1176] ωος, ὁ, dat. p. auch ἥρῳ, Il. 7, 453 Od. 8, 483, wie Ar. Av. 1490 u. Plat. com. bei Ath. X, 442 a; ἥρωος ist Od. 6, 303 ein Dactylus; einen gen. ἥρω haben erst Sp., wie Paus. 10, 4, 10, denn bei Dem. 19, 249, wo Bekker τοῦ Ἥρω τοῦ ἰατροῦ für die vulg. l. ἥρωος liest, ist es als nom. pr. zu betrachten; acc. ἥρω, die eigtl. att. Form nach Thom. Mag.; doch steht ἥρωα bei Plat. Legg. V, 738 d; vgl. Lob. zu Phryn. p. 159; mit verkürztem ω steht ἥρωα Ep. ad. 291 b (App. 376); bei Her. 1, 167 ἥρων, was auch aus Ar. anführt Schol. Il. 13, 428; acc. plur. ἥρωας, att. auch ἥρως; für den nom. wird diese Form von den Grammatikern aus Ar. angeführt. Nach Plat. Crat. 398 c von ἔρως od. ἔρειν, nach alten Grammatikern von ἔρα od. ἀήρ, Alles unrichtig; vgl. Ἥρα, Herr, bes. in der Sprache des Nibelungenliedes. Ursprünglich der Herr, der freie Mann, bes. als ehrende Anrede an die Soldaten, ἥρωες Δαναοί, ἥρωες Ἀχαιοί, Il. 2, 110, wo ein Schol. mit Recht bemerkt, daß alle Kämpfer, Mannen, angeredet werden, nicht bloß die Könige, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 101; Iliad. 19, 34 (vo der Schol. zu vgl.). 41. 78 Od. 1, 101 u. öfter. Bes. freilich die Edlen, durch Geburt, Macht, Tapferkeit Ausgezeichneten, vgl. Arist. probl. 19, 49 οἱ δὲ ἡγεμόνες τῶν ἀρχαίων μόνοι ἥρωες, οἱ δὲ λαοὶ ἄνθρωποι; aber auch der Sänger Demodokus heißt so, 8, 483, u. ein Herold Mulios, 18, 423, u. die nicht kriegerischen Phäaken heißen 7, 44 ἥρωες, freie Herren; Linos, Theocr. 24, 105. – Wie aber schon Hom. Kämpfer der Vorzeit ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν nennt, Il. 12, 23, u. der Mensch gern die scüheren Zeiten als in jeder Beziehung höher u. vollkommner darstellt, so bildet sich der Begriff des ἥρως zu einem über das gewöhnliche Maaß des Menschlichen hinausgehenden Helden, von denen Hes. O. 174 die vor Theben u. Ilios Gefallenen nach den Inseln der Seligen versetzt, wo sie als selige Heroen einen wesentlichen Vorzug vor anderen Menschenkindern genießen, vgl. 158 ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι; sie erscheinen dann als eine Zwischenstufe zwischen Menschen u. Göttern, als Halbgötter, die eine eigene Verehrung genießen, bes. die von einem Gotte u. einer sterblichen Frau Erzeugten; so ist ἥρως θεός Herakles Pind. N. 3, 21; ἀντίθεοι ἥρωες P. 3, 58; so Aesch. τὴν δευτέραν δὲ κρᾶσιν ἥρωσιν νέμω, frg. 46; der Herold erwähnt Ag. 502 nach den anderen Göttern ἥρως τε τοὺς πέμψαντας; ähnlich Ar. Av. 881 u. sonst; mit den Göttern zusammen angerufen, Thuc. 2, 74; Lycurg. 1; Isocr. 14, 60; ἐγχώριοι Din. 1, 64, wie Thuc. 4, 87 u. A.; θεοί, ἥρωες, ἄνθρωποι stehen neben einander Antiph. 1, 27; θεοῦ παῖδά τε καὶ ἥρω vrbdt Plat. Rep. III, 391 d; θεὸν ἢ δαίμονα ἤ τινα ἥρωα Legg. V, 738 d; δαίμονες καὶ ἥρωες καὶ ἄνθρωποι Crat. 397 d (vgl. über die den Göttern näher stehenden Dämonen Hes. O. 124. 254); Luc. D. Mort. 3, 2 erkl. ὃ μήτε ἄνθρωπός ἐστι μήτε θεὸς καὶ συναμφότερόν ἐστι. Bes. sind es einzelner Landschaften, Städte u. s. w. Schutzgottheiten, als welche die Gründer u. ersten Anbauer von den dankbaren Nachkommen angenommen wurden; so in Athen die ἥρωες ἐπώνυμοι, nach denen die Phylen benannt waren; sie hatten kleinere Tempel od. Kapellen, ἡρῷα, u. Feste, Arist. pol. 7, 11, 4. Vgl. noch Her. 1, 168. 5, 114. 6, 38. 69. 7, 43. 117. 8, 38; Thuc. 5, 11. – Bei D. Hal. 4, 14 sind ἥρωες προνώπιοι die lares der Römer; – Sp. = μακαρίτης, der Selige, der Verstorbene, Alciphr. 3, 37; Heliod. 7, 13; daher auch für das röm. divus, D. C. 56, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἥρως: ὁ, (ὡσαύτως ἡ, μὲ σημασ. ΙΙ)· γεν. ἥρωος (ὡς δάκτυλ. ἐν Ὀδ. Ζ. 303), ἀλλ’ ἐν τῷ τύπῳ ἥρω Δημ. 419. 22, Παυσ. 10. 4, 10· ― δοτ. ἥρωϊ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ ἥρῳ, Ἰλ. Η. 453, Ὀδ. Θ. 483, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1485, Πλάτ. Κωμ. Φάωνι 2. 18, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 25· ― αἰτ. ἥρωα Πλάτ. Νόμ. 738D, Δημ. 288. 17 (ὡς δάκτυλος ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 376), ἀλλὰ συνήθως ἐν τῷ τύπῳ ἥρω, Πλάτ. Πολ. 391D, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 766, κτλ.· ὡσαύτως ἥρων Ἡρόδ. 1. 167, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283. ― Πληθ., ὀνομ. ἥρωες, σπανίως συνῃρ. ἥρως, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, δοτ. ἥρωσιν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52· αἰτ. ἥρωας, σπανίως ἥρως, ὡς ἐν τῷ αὐτῷ Ἀγ. 516, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 4. ― Ἴδε Λοβ. Φρυν. 159. Ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ. ἥρως, ἥρωος (ἥρω), ἥρῳ, ἥρω (ἥρωα). ― Δυϊκ., γεν. καὶ δοτ. ἥρῳν Meisterh. Gr. σ. 139. (Πρβλ. Σανσκρ. vîras, Λατ. vir, Γοτθ. vair, Λιθ. výras). Παρ’ Ὁμ. ἥρως εἶνε τιμητικὸν ἐπίθ. διδόμενον οὐ μόνον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς πολεμιστάς, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν Τροίᾳ Ἕλληνας (ἥρωες Δαναοί, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 110, Τ. 34, 41, 78)· ἀλλ’ εἰς τοὺς πολεμιστὰς ἐν γένει (στίχας ἀνδρῶν ἡρώων Ὀδ. Α. 101, κτλ.)· ― ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ εἰς ἀνθρώπους οὐδὲν κοινὸν ἔχοντας πρὸς τὸν πόλεμον ἢ τὴν διοίκησιν, ὡς ἐν Ὀδ. Δ. 483 εἰς τὸν ἀοιδὸν Δημόδοκον, ἐν Ὀδ. Σ. 423 εἰς τὸν κήρυκα Μούλιον (πρβλ. Ἡρόδ. 7. 134)· μάλιστα ἐν Ὀδ. Η. 44, οἱ ἀπόλεμοι Φαίακες οὕτω καλοῦνται· ὥστε ἡ λέξις ἥρως κατ’ ἀρχὰς ἀπεδίδετο εἰς πάντα ἐλεύθερον κατὰ τὴν προελληνικὴν περίοδον (ἂν καὶ κυρίως ἔτι καὶ τότε εἰς τοὺς μαχητάς), καὶ ὁ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 19. 48 δὲν ἀκριβολογεῖ, λέγων ὅτι, οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀρχαίων μόνοι ἦσαν ἥρωες, οἱ δὲ λαοὶ ἄνθρωποι. ― Περὶ τῆς ἡρωικῆς ἐποχῆς ἴδε Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. σ. 335 Toll., Serv. Virg. Aen. 1. 200, Thirlw. Hist. Gr. 123 κἑξ., Grote κεφ. 2. 2) ἐπειδὴ ἡ ἡρωικὴ περίοδος ἐκτήσατο σπουδαιότητα διὰ τὴν ἀρχαιότητα αὐτῆς, οἱ ἥρωες ὑψώθησαν ὑπεράνω τῶν κοινῶν ἀνθρώπων· ὑπάρχει ἴχνος τῆς τοιαύτης ἰδέας παρ’ αὐτῷ τῷ Ὁμήρῳ, εἰ τὸ χωρίον γνήσιον, Ἰλ. Μ. 23 (ἔνθα οἱ ἥρωες καλοῦνται ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν)· ἴδε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 170, ἔνθα οἱ ὄλβιοι ἥρωες εἶνε ἡ τετάρτη γενεὰ ἀνθρώπων, οἵτινες ἔπεσον πρὸ τῶν Θηβῶν καὶ τῆς Τροίας, ὁ δὲ Ζεὺς ἔδωκεν αὐτοῖς εἰς κατοικίαν τὰς νήσους τῶν Μακάρων. Τούτους δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν πρὸς τοὺς δαίμονας, οἵτινες ἵσταντο μίαν βαθμίδα ἀνωτέρω, δηλ. ἦσαν μεταξὺ τῶν ἡρώων καὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 124, 154, Πλάτ. Κρατ. 397D, Νόμ. 738D. 3) ἥρωες, ὡς ὑποκείμενα λατρείας, πρῶτον παρὰ Πινδάρῳ, ὅστις παριστᾷ αὐτοὺς ὡς γενεὰν μεσάζουσαν μεταξὺ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ὡς ἡμιθέους, ἀντιθέους, Π. 1. 103., 4. 102· ἥρως θεὸς Ν. 3. 38· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 516, Ἀποσπ. 49· (ταῦτα τὰ χωρία καὶ τὸ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 449 εἶνε τὰ μόνα, ἐν οἷς ἀπαντᾷ ἡ λέξις παρὰ Τραγ.) ― ἡ λέξις ἐφηρμόσθη τὸ πρῶτον μετὰ τοιαύτης σημασίας ἐπὶ τῶν γεννηθέντων ἐν θεοῦ καὶ θνητοῦ, οἷος ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Αἰνείας, ὁ Μέμνων, Ἡρόδ. 2. 44, Πίνδ. Ν. 3. 37, κτλ.· ἀκολούθως ἐπὶ τῶν τιμηθέντων διὰ τὰς πρὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος εὐεργεσίας, οἷοι ἦσαν ὁ Δαίδαλος, ὁ Τριπτόλεμος, ὁ Θησεύς, κλ., Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 4. 84, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἄλλων ἐπισήμων προσώπων τῶν μυθικῶν χρόνων, οἷον τοῦ Σισύφου, Θέογν. 711· ― θεοῖς ἥρωσιν, ὡς μετάφρασις τοῦ Ρωμαϊκοῦ Diis manibus, Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 1. 4) βραδύτερον οἱ ἥρωες ἦσαν κατώτεροι ἐγχώριοι θεοί, προστάται φυλῶν, πόλεων, συνδέσμων ἢ ἑταιρειῶν, κτλ., ὡς ἐν Ἀθήναις οἱ ἥρωες ἐπώνυμοι ἦσαν ἐκεῖνοι, ἐξ ὧν αἱ φυλαὶ ὠνομάσθησαν, Ἡρόδ. 5. 66, Παυσ. 1. 1. 5, 1· καὶ ἱδρυταὶ γενεῶν ἢ πόλεων (ἀρχηγέται, κτίσται), ἐλατρεύοντο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο, εἰς οὓς ἱερὰ (ἡρῷα) ἵδρυεν ἡ πολιτεία μετὰ θυσιῶν καὶ ἑορτῶν· πάντοτε ὅμως ἐγίνετο διάκρισις αὐτῶν ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν θεῶν, ἴδε Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 4. 87., 5. 30., Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 2· οὔτε θεούς, οὔθ’ ἥρωας, οὔτ’ ἀνθρώπους Ἀντιφῶν 114. 20. 5) κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους πρόσωπα μεγάλως ὑπηρετήσαντα τὴν πολιτείαν ἠξιοῦντο ὁμοίων τιμῶν, ὡς ὁ Βρασίδας ἐν Ἀμφιπόλει, Θουκ. 5. 11· ἐνίοτε δὲ καὶ ἐχθροὶ σφαγέντες πρὸς ἐξιλασμόν, οἷον ὁ Ὀνήσιλος ἐν Ἀμαθοῦντι τῆς Κύπρου, Ἡρόδ. 5. 105, πρβλ. 7. 117: ― Ἐντεῦθεν ἐν τῷ μετεγεν. ἑλληνισμῷ ἐγίνετο χρῆσις τῆς λέξεως ἥρως πρὸς δήλωσιν τοῦ Λατ. divus, Δίων Κ. 56. 41. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ μακαρίτης, ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀλκίφρων 3. 37, Ἡλιόδ. 7. 13· συχν. ἐν Ἐπιγραφ., ἥρως χρηστέ, χαῖρε Συλλ. Ἐπιγρ. 1723, 1781-83· ἔτι καὶ ἐπὶ γυναικῶν, 1784-89· πρβλ. ἡρωίνη 2. ΙΙΙ. ἥρως ποικίλος = στιγματίας, Ἡσύχ., Φώτ. IV. βοῦς ἥρως = βοῦς ἡγεμών, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 32.
French (Bailly abrégé)
ωος ou –ω (ὁ) :
dat. -ωϊ ou -ῳ, acc. -ωα ou -ω, ou -ων ; plur. -ωες ou-ως, acc. -ωας ou -ως;
1 maître, chef, noble;
2 demi-dieu;
3 tout homme élevé au rang de demi-dieu.
Étymologie: apparenté au lat. vir ; cf. grec latinisé « heros ».