νικάω

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκάω Medium diacritics: νικάω Low diacritics: νικάω Capitals: ΝΙΚΑΩ
Transliteration A: nikáō Transliteration B: nikaō Transliteration C: nikao Beta Code: nika/w

English (LSJ)

Ion. νικέω Democr.249, Herod.1.51, also GDI1413.16 (Aetol.), SIG265.4 (Delph., iv B.C.), v.l. in Apoc.2.7; Aeol. νίκημι Theoc.7.40, AP7.743 (Antip.); also in impf. νίκη cj. in Pi.N.5.5, cf. Theoc.6.46: Ep. impf. 1pl.

   A νικάσκομεν Od.11.512: fut. -ήσω, later -ήσομαι Hierocl.Facet.205; Dor. 2sg. νικαξῇ v.l. in Theoc.21.32: pf. νενίκηκα, etc.: (νίκη):    I abs., conquer, prevail in battle, in the games, or in any contest, Il.3.439, etc.; ὁ νικήσας the conqueror, ib. 138, X.Smp.5.9, etc.; ὁ νικηθείς the conquered, Il.23.656,663; ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην I won the first prize [at Olympia], etc., Th.6.16, cf. Isoc.16.33: pres.freq. in sense, to be (or be proclaimed) conqueror, Pi.O.9.112, 13.30, cf. X.Cyr.8.2.27, An.2.1.1; νικᾶν πᾶσι τοῖς κριταῖς or ἑνὶ κριτῇ in their opinion, Ar.Av.445, 447; πολὺ ν. win a decisive victory, Th.7.34, etc.; τὰ πάντα ν. X.An. l.c.: freq. c. dat. modi, πυγμῇ in boxing, Il.23.669; ναυμαχίῃ Hdt.7.10.β'; ἵππῳ Id.6.122; μάχῃ E.Ph.1143, etc.; ἵππῳ ἢ συνωρίδι ἢ ζεύγει Pl.Ap.36d; λαμπάδι And.4.42, etc.: c. acc. cogn. in same sense, πάντα ἐνίκα he won all the bouts, Il.4.389, 5.807; τὰ κοῦφα, τὰ μείζοναν., E.Alc.1029, 1031; τῶν παλαισμάτων ἓν ν. Pl.Phdr.256b; ἅρμα ν. Pi.I.4(3).25; παγκράτιον Th.5.49; ναυμαχίαν, μάχας, Id.7.66, Isoc.12.257, etc.: freq. ν. Ὀλύμπια to be conqueror in the Olympian games, Th.1.126; τὠλύμπια Timocl.8.17; τὰ Παναθήναια Pl.Ion530b; ν. Ὀλυμπιάδα Hdt.9.33 (also ν. Ὀλυμπίασιν Pl.Ap.36d; ἐν Πυθίοισι Pi.N.2.9): c. dat. et acc., τὰ Πύθια τῷ τεθρίππῳ ν. D.59.33; πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Plu.2.811d; Ὀλυμπίασι παῖδας στάδιον ν. conquer in the boys' race in the stadium at Olympia, D.58.66: c. dupl. acc., Πύθια ν. ἄνδρας Diog.Cyn. ap. D.L.6.33: also in Att. Inscrr. c. gen., Λεωντὶς ἀνδρῶν ἐνίκα IG2.1291, al.: generally c. acc. cogn., νίκην ν. win a victory, E.Supp.1060, Pl.R.465d, etc. (cf. infr. 11); also ν. τρίποδα win it, Simon.147.    2 prevail, be superior, μύθοισιν, ἔγχεϊ, Il.18.252; δόλοισι Od.3.121; κάλλει ἐνίκα (sc. κρητήρ) Il.23.742; πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκώς Pl.Lg.964c: c. part., εὐεργετῶν ν. X.Ages.9.7.    3 of opinions, etc., βουλὴ κακὴ νίκησεν the evil counsel prevailed, Od. 10.46; τὰ χερείονα νικᾷ Il.1.576, Od.18.404; ἐνίκα ἡ γνώμη Hdt.5.36, cf. Th.2.12, etc.; ἡ νικῶσα βουλή E.Med.912; ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης] according to the prevailing opinion, vote of the majority, X.An.6.1.18, 6.2.12; ταῦτ' ἐνίκα S.Ant.274; νικᾷ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος is carried, Pl.Lg.801a; σὺν ψάφῳ τᾷ νικεούσᾳ SIG265.4 (Delph., iv B.C.): freq. of orators, νικᾷ . . ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων E.Or.944; ν. γνώμῃσι Hdt.3.82 (so γνώμῃ, v.l. γνώμην, Id.1.61, cf.Ar.V.594): freq. impers., ἐνίκα (sc. ἡ γνώμη) it was resolved, c. inf., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν it was carried not... Hdt.6.101; τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν S.Ant.233, etc.; ἐνίκησε . . λοιμὸν εἰρῆσθαι it was the prevailing opinion that... Th.2.54; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν it is preferable... Pl.Plt.303b.    4 c. inf., succeed in... ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13.    5 as law-term, ν. τὴν δίκην win one's cause, E.El.955, cf. Ar.V.581; simply νικᾶν GDI5011.11 (Gortyn), Arist.Ath.42.1, Rh.Al.1433a6, PHal.1.58 (iii B.C.), etc.; νικήσεις ἐν τῷ κρίνεσθαί σε Ep.Rom.3.4:—Pass., c. gen., αἴ κα νικαθῇ τῶν ἐνεχύρων Schwyzer 177.9 (Crete, v B.C.); v. infr. 11.    II c. acc., conquer, vanquish, Ἕκτορα Il.7.192, etc.: freq. c. dat. modi, μάχῃ ν. Ἀχαιούς 16.79; ἀγορῇ ν. υἷας Ἀχαιῶν 2.370; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα 20.410; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν 9.130; πάντα ν. ἄνδρα . . κακοῖσιν surpass him in miseries, E.Hec.659; ν. τινὰ ἔν τινι Pl.Smp.213e, etc.; μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον excels the whole account, S.OC1224 (lyr.); νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν Ep.Rom.12.21: c. acc. cogn., μάχην ν. τινά Isoc. 8.58, Aeschin.3.181, etc.:—Pass., ἔστιν ἃ τῶν ἄθλων δὶς ἕκαστος ἐνικήθη X.HG4.5.2: c. part., ν. ἀλεξόμενός τινα Id.An.1.9.11, etc.    b as law-term (cf. 1.5), νίκης τήν μιν ἐγὼ νίκησα Od.11.545:—Pass., ἧ δέ κα νικαθῇ Leg.Gort.1.23, al.; also of objects in dispute, damages, etc., recover, ib.1.28, al.:—Pass., to be assigned, adjudicated, ib.1.55.    2 generally, overpower, esp. of passions, etc., νόον νίκησε νεοίη Il.23.604; μὴ φόβος σὲ νικάτω φρένας A.Eu.88, cf. 133; [φύσις] νικᾷ τῷ ἥσσονι τὸ μεῖζον τῆς ἐλπίδος Democr.176; βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με grievous is the pleasure ye win prevailing over me, S.OC1204: c. inf., μηδ' ἡ βία σε . . νικησάτω τοσόνδε μισεῖν let not violence prevail on thee to... Id.Aj.1334: with gen. of comparison, νικᾷ γὰρ ἁρετή με τῆς ἔχθρας πολύ weighs with me more than enmity, from the compar. force in νικᾷ, ib.1357 codd.    3 Pass., to be vanquished, Hom. only in part. νικηθείς (v. supr. 1.1); νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν, A.Ag.291, 342; ἡδονῇ S.El.1272; συμφορᾷ E.Med.1195; also ὑπὸ τοῦ κακοῦ Th.2.51; πρὸς ἱμέρου S.Fr.932.4, etc.: sts. c. gen., ἱμέρου νικώμενος A.Supp.1005; αὐτῆς <τε> τῆς δίκης . . αὐτοῦ τε τοῦ ἀληθοῦς νικᾶσθαι Antipho 5.87: freq. of persons, νικᾶσθαί τινος, with gen. of comparison, to be inferior, yield to, S.Aj.1353, E.Med.315, Cyc.454; ξείνων νενίκανται θύραι the doors give way to the guests, Pi.N.9.2; ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ar.Nu.1087.

German (Pape)

[Seite 255] fut. νικήσω, die Annahme des att. fut. νικῶ beruht auf Pallad. 52 (XI, 288), wo νικῶσιν aber als praes. zu fassen ist; siegen, besiegen; – 1) intrans., siegen; den Vorzug haben, überlegen sein, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404; ὁ μὲν ἂρ μύθοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, öfter; νικήσας, der Sieger, 3, 138; ἐν Πυθίοισι νικᾶν, Pind. N. 2, 9, u. oft vom Sieger in den Kampfspielen; δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει, N. 10, 48. Häufig steht das praes. in der Bdtg Siegersein (gesiegt haben), ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν, Ol. 11, 17; dah. in den Angaben. der Sieger bei den Scholl. u. sonst gew, ἐνίκα, νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών, Aesch. Ag. 305; νικᾶσθαι, unterliegen, Spt. 496; ἐξαμαρτεῖν u. νικᾶν einander entgeggstzt, Soph. Phil. 95; πᾶσι τοῖς κριταῖς, ἑνὶ κριτῇ, mit der Stimme aller Richter in einem Wettkampfe siegen, Ar. Av. 445; vgl. νικᾷ πάσαις ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, das Gesetz geht mit allen Stimmen durch, Plat. Legg. VII, 801 a; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν, es ist besser, Polit. 303 b; vgl. über die Bdtg des praes. Krüger zu Xen. An. 1, 10, 4, wo er auch Thuc. 7, 11 μάχῃ τῇ πρώτῃ νικᾶται ὑφ' ἡμῶν anführt, er ist besiegt worden; bei Dem. Lpt. 74 steht νικῶν neben παρακρουσόμενος; κακὴ βουλὴ νίκησε, der böse Rath siegte, behielt die Oberhand, Od. 10, 46; νικᾷ τὸ κέρδος, Aesch. Ag. 560; ἡ γνώμη ἐνίκησε, die Meinung behielt die Oberhand, fand Beifall, ging durch, Thuc. 2, 12 u. Folgde oft; δόξα, Plat. Gorg. 487 c; ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα, nach der durchgegangenen Meinung, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18; vgl. ὅ, τι ἂν νικῴη ἐν τῷ κοινῷ τοῦτο κύριον εἶναι, Hell. 6, 5, 6; τὸ νικῆσαν ψήφισμα, Dem. 24, 27; u. ähnl. τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν, Soph. Ant. 233, vgl. 274; γνώμῃ νικῶν, mit einer Meinung durchdringend, Her. 3, 82; – auch = einen Proceß gewinnen, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 545, vgl. 558; oft bei den Rednern, selbst ἐνίκησε τοῦ κλήρου, in dem Proceß wegen der Erbschaft, Dem. 43, 32. – 2) trans., besiegen, überwinden, übertreffen, τινά, von Hom. an überall; μάχῃ νικῶντες Ἆχαιούς, Il. 16, 79; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα, mit den Füßen, im Laufe, 20, 410, wie 23, 756; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν, 9, 130; ἀγορῇ δέ ἑ παῦροι Ἀχαιῶν νίκων, 15, 284; neben κρείσσων γενέσθαι, 3, 71 Od. 18, 46; auch von Leidenschaften, νόον νίκησε νεοίη, Il. 23, 604, von Fehlern, Umständen, die Einen wozu zwingen; so auch Tragg.; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας, Aesch. Eum. 88, überwältigen; so ὕπνῳ, κέρδεσιν νικώμενος, Ag. 282. 333, wie ξυμφορᾷ νικωμένη Eur. Med. 1195; – auch c. gen., ἱμέρου νικώμενος, Aesch. Suppl 983; bes. bei Personen, statt ὑπό τινος, κρεισσόνων νικώμενος, Eur. Med. 316 Troad. 23 I. A. 1357; ἢν ταῦτα νικηθῇς ἐμοῦ, Ar. Nubb. 1088; vgl. κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος, Soph. Ai. 1332, also wie ἡσσάομαι construirt; Plat. vrbdt auch νικῶντα ἐν λόγοις πάντας ἀνθρώπους, Conv. 213 e; Xen. mit dem partic., ἔςτε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, An. 1, 9, 11, vgl. Ages. 9, 7 Mem. 2, 6, 35, im Abwehren. – Auch der acc. der Sache wird hinzugesetzt, wie in dem homerischen Beispiele νίκην νικᾶν, einen Sieg ersiegen, wie νικῶσα νίκην τίνα Eur. Suppl. 1060; von Kampfspielen so, Is. 6, 60; auch Plat. Rep. V, 465 d; πάντα ἐνίκα, alle Kämpfe gewann er, in allen Kämpfen siegte er, Il. 4, 389; ähnl. νικᾶν τὴν δίκην, Eur. El. 955, wie Ar. Vesp. 581; δίκας, Equ. 93; γνώμην ἐν τῷ δήμῳ, eine Meinung, einen Vorschlag durchsetzen, Vesp. 594, vgl. Nubb. 432; so auch Her. Ἱππίεω δὲ γνώμην νικήσαντος, 1, 61; οἱ νικῶντες τὰς γνώμας περὶ τούτων, Plat. Gorg. 456 a; Ὀλύμπια νενικηκότι, dem Sieger in den olympischen Spielen, Thuc. 1, 126, wie oft bei Luc. u. Paus.; ταύτην τὴν Ὀλυμπιάδα ἐνίκα στάδιον u. ä.; τὴν μάχην, in der Schlacht siegen, Plat. Lach. 191 c u. öfter, wie Xen. u. Folgde; auch ἐνίκησαν τὴν ναυμαχίαν τοὺς Λακεδαιμονίους, Aesch. 3, 181; νικήσας τοὺς Ἀθηναίους τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην, Pol. 5, 10, 1, neben μάχῃ, was sich bei denselben Schriftstellern eben so oft findet.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκάω: μέλλ. ήσω: πρκμ. νενίκηκα: - πρβλ. νίκημι: (νίκη): 1) ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ, εἶμια νικητὴς ἐν μάχῃ, ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἐν οἱᾳδήποτε διαμάχῃ, Ὅμ., κλ.˙ ὁ νικήσας, ὁ νικητής, Ἰλ. Γ. 138, 255., Ψ. 702, κτλ.˙ ὁ νικηθείς, ὁ ἡττημένος, Ψ. 656, 663˙ ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην, ἔλαβον τὸ πρῶτον βραβεῖον [ἐν Ὀλυμπίᾳ], κτλ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 353D· - ὁ ἐνεστ. συχνάκις κεῖται ὡς πρκμ., ἔχω νικήσῃ, κηρύττομαι νικητής, Πινδ. Ο. 9. 167., 13, 41, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27, Ἀν. 2. 1, 1, Συμπ. 5. 9˙ - νικᾶν ἐπὶ πᾶσι κριταῖς ἢ ἑνὶ κριτῇ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων ἢ ἑνός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 445, 447˙ - πολὺ ν., ὁριστικὴν νίκην Θουκ. 7. 34, κτλ.˙ τὰ πάντα ν. Ξεν. Ἀνάβ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ - συχνάκις μετὰ δοτ. τρόπου, ν. πυγμῇ, ἐν πυγμαχίᾳ, Ἰλ. Ψ. 669˙ ναυμαχίῃ Ἡροδ. 7. 10, 2: ἵππῳ ὁ αὐτ. 6. 122: μάχῃ Εὐρ. Φοίν. 1143, κτλ.: ἵππῳ ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει Πλάτ. Ἀπολ. 36D: λαμπάδι Ἀνδοκ. 34. 31, κτλ.: - ἀλλὰ καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πάντα ἐνίκα, πανταχοῦ νικητὴς ἀπεδεικνύετο, Ἰλ. Δ. 389, Ε. 807˙ οὕτω, τὰ κοῦφα, τὰ μείζονα ν. Εὐρ. Ἄλκ. 1029, 1031˙ τῶν παλαισμάτων ἕν ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 256B· ἅρμα ν. Πινδ. Ι. 4. 43 (3. 43)˙ παγκράτιον Θουκ. 5. 49˙ ναυμαχίαν, μάχην ὁ αὐτ. 7. 66, Ἰσοκρ. 287Α, κτλ.˙ συχνάκις, νικᾶν Ὀλύμπια, εἶναι νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπ. ἀγῶσι, Θουκ. 1. 126˙ τὠλύμπιᾳ Τιμοκλ. ἐν «Δράκ.» 1. 16˙ τὰ Παναθήναια Πλάτ. Ἴων 530Β˙ οὕτω, ν. Ὀλυμπιάδα Ἡρόδ. 9. 33˙ (ὡσαύτως, ν. Ὀλυμπίασιν Πλάτ. Ἀπολ. 36D· ἐν Πυθίοισι Πινδ. Ν. 2. 15)˙ - μετὰ δοτ. ἅμα καὶ αἰτ., τὰ Πύθια τῷ τεθρίππῳ ν. Δημ. 1356. 6˙ πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Πλούτ. 2. 811D· ὡσαύτως, ὁ πάππος ὁ ἐμὸς Ὀλυμπίασι νικήσας παῖδας στάδιον, νικήσας ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ τῶν παίδων ἐν Ὀλυμπίᾳ, Δημ. 1342 ἐν τέλ.˙ καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., Πύθια ν. ἄνδρας Διογέν. Κυνικ. παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 33˙ - οὕτω καθόλου μετὰ συστοίχ. αἰτ., νίκην νικᾶν Εὐρ. Ἱκέτ. 1060, Πλάτ. Πολ. 465D, κτλ. (πρβλ. κατωτ. ΙΙ)˙ οὕτω, νικῶ τρίποδα, κερδίζω νικήσας, Σιμων. 148. 2) ἐπικρατῶ, ὑπερισχύω, ὑπερτερῶ, μύθοισιν, ἔγχεϊ, δόλοισι, κάλλει Ὅμ.˙ πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκέναι Πλάτ. Νόμ. 964C· μετὰ μετοχ., εὐεργετῶν ν. Ξεν. Ἀγησ. 9. 7. 3) ἐπὶ γνώμης κτλ. κακὴ βουλὴ νίκησε, ἡ κακὴ γνώμη ὑπερίσχυσε, Ὀδ. Κ. 46˙ τὰ χερείονα νικᾷ Ἰλ. Α. 576, Ὀδ. Σ. 404˙ ἡ γνώμη νικᾷ Ἡρόδ. 5. 36, Θουκ. 2. 12, κτλ.˙ ἡ νικῶσα βουλὴ Εὐρ. Μήδ. 912˙ ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης], κατὰ τὴν ὑπερισχύουσαν γνώμην, δηλ. ὅ,τι ἡ πλειονοψηφία ἀπεφάσιζε, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18., 6. 2, 12˙ ταῦτ’ ἐνίκα Σοφ. Ἀντ. 274, πρβλ. 797˙ νικᾷ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, ἀποφασίζεται, Πλάτ. Νόμ. 801Α˙ - συχν. ἐπὶ ῥητόρων, νικᾷ... ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων Εὐρ. Ὀρ. 944˙ ν. γνώμῃ Ἡρόδ. 3. 82˙ ἢ γνώμην ὁ αὐτ. 1. 61, Ἀριστοφ. Σφ. 594: - συχνάκις καὶ ἀπροσώπως, ἐνίκα (ἐξυπ. ἡ γνώμη) Λατ. visum est, μετ’ ἀπαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, ἀπεφασίσθη νὰ μή..., Ἡρόδ. 6. 101˙ τέλος γε μέντοι δεῦρ’ ἐνίκησεν μολεῖν Σοφ. Ἀντ. 233, κτλ.˙ ἐνίκησε... λοιμὸν εἰρῆσθαι, ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη ὅτι..., Θουκ. 2. 54˙ ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν Πλάτ. Πολιτικ. 303Β. 4) ὡς δικανικὸς ὅρος, νικῶ τὴν δίκην, κερδίζω τὴν δίκην, Εὐρ. Ἠλ. 955, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 581˙ καὶ ἁπλῶς νικᾶν, Valck. Diatr. σ. 261˙ ὅρα κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., νικῶ, καταβάλλω, Ὅμ. κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῇ ἀπολύτῳ χρήσει μετὰ δοτ. τρόπου, ν. τινα μάχῃ, ἀγορῇ, ἔγχεϊ, ποσί, δόλοις, κτλ., Ὅμ., κτλ.· πάντα ν. ἄνδρα... κακοῖσιν, ὑπερτερεῖν εἰς ἀθλιότητα, εἰς δυστυχίαν, Εὐρ. Ἑκ. 659· ὡσαύτως, ν. τινα ἔν τινι Πλάτ. Συμπ. 213Ε, κτλ.· - μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, τὸ μὴ γεννηθῆναι ὑπερτερεῖ τὸν ἅπαντα λόγον, δηλ. εἶναι τὸ ἄριστον, Σοφ. Ο. Κ. 1225· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., νίκης τήν μιν νίκησα, ἣν ἐκέρδησα κατ’ αὐτοῦ (ἐπὶ δίκης), Ὀδ. Λ. 545· ὡσαύτως, μάχην ν. τινα Ἰσοκρ. 171Δ, Αἰσχίν. 79. 36, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἐστὶν ἃ τῶν ἄθλων δὶς ἕκαστος ἐνικήθη Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 2): μετὰ μετοχ., τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη καὶ τοὺς εὐ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, κατὰ ζεῦγμα βραχυλογίας ἀντὶ, «ἔς τι νικῴη καὶ τοὺς εὖ ποιοῦντας ἀντευποιῶν καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 9, 11, κτλ. 2) καθόλου, ὡς τὸ Λατ. vincere, καταβάλλω, ἰδίως ἐπὶ παθῶν τὰ ὁποῖα ἀναγκάζουσι τὸν ἄνθρωπον νὰ ἐνεργῇ κατά τινα τρόπον, νόον νίκησε νεοίη Ἰλ. Ψ. 604· μὴ φόβος σε νικάτω φρένας Αἰσχύλ. Εὐμ. 88, πρβλ. 133· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, μὲ ἀναγκάζετε νὰ σᾶς παράσχω ἡδονὴν ἐναντίον τῆς θελήσεώς μου, Σοφ. Ο. Κ. 1204: μετ’ ἀπαρ., μηδ’ ἡ βία σε... νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ἂς μὴ ὑπερισχύσῃ ἡ βία ἐπὶ σέ, ὥστε νὰ σὲ ἀναγκάσῃ νά..., ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1334· ― ὡσαύτως, νικᾷ γὰρ ἀρετή με τῆς ἔχθρας πολύ, πολὺ περισσότερο μὲ κυριεύει, μὲ καταβάλλει ἡ φιλία παρὰ ἡ ἔχθρα, ὡς ἐκ τῆς συγκριτικῆς ἐννοίας ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ νικᾷ, Σοφ. Αἴ. 1357. 3) Παθ., ἡττῶμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ νικηθεὶς (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 291, 342· ἡδονῇ Σοφ. Ἠλ. 1272· ξυμφορᾷ Εὐρ. Μήδ. 1195· ὡσαύτως, ὑπὸ τοῦ κακοῦ Θουκ. 2. 51· πρὸς ἱμέρου Σοφ. Ἀποσπ. 670, κτλ.· ― ἐνίοτε καὶ μετὰ γεν., ἱμέρου νικώμενος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1005· δίκης νικᾶσθαι Ἀντιφῶν 139. 40· καὶ συχν. ἐπὶ προσώπων, νικᾶσθαί τινος, ὡς τὸ ἡττᾶσθαι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ ὑπάρχει ἔννοια συγκρίσεως, εἶμαι κατώτερος, ὑποχωρῶ, Σοφ. Αἴ. 1353, Εὐρ. Μήδ. 315, Κύκλ. 454· θύραι νενίκανται ξείνων, αἱ θύραι ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 9. 5· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1087.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. νικήσω, ao. ἐνίκησα, pf. νενίκηκα;
I. intr. vaincre, être vainqueur :
1 propr. vaincre un adversaire ; ὁ νικήσας IL le vainqueur ; πολὺ ν. THC remporter une victoire décisive ; τὰ πάντα ν. XÉN avoir vaincu complètement ; ν. πυγμῇ IL vaincre au pugilat ; ν. νίκην XÉN remporter une victoire ; ν. μάχην XÉN gagner une bataille ; ν. ναυμαχίαν THC remporter une victoire navale ; πάντα ν. IL vaincre dans tous les combats, gagner toutes les batailles ; ν. Ὀλύμπια THC vaincre aux jeux Olympiques;
2 en gén. être supérieur, avoir l’avantage, avoir le dessus en parl. de pers. et de choses ; avec un dat. : μύθοισιν, ἔγχεϊ, etc. avoir l’avantage par la parole, avec l’épée, etc. ; avec un part. : εὐεργετῶν νικᾷ XÉN il surpasse tout le monde en bienfaisance ; ν. γνώμῃ HDT ou γνώμην HDT avoir le dessus avec (faire prévaloir) une opinion, un projet ; avec un suj. de chose : βουλὴ κακὴ νίκησεν OD le mauvais conseil triompha, eut le dessus ; ἡ γνώμη νικᾷ THC le projet l’emporte, réussit ; ἡ νικῶσα (γνώμη) XÉN l’opinion qui l’emporte (par la majorité des voix) ; ταῦτ’ ἐνίκα SOPH cela fut adopté, réussit ; νικᾷ avec l’inf. cela est résolu (ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι THC l’explication, que l’on voulait parler de la peste, prévalut) ou il vaut mieux, le mieux est de ; ἡ νικῶσα βουλή EUR le meilleur parti;
II. tr. 1 vaincre : τινα μάχῇ vaincre, surpasser qqn dans le combat ; νίκην ν. τινα OD remporter une victoire sur qqn (devant un tribunal) ; ν. τὴν μάχην τοὺς Λακεδαιμονίους ISOCR vaincre les Lacédémoniens dans la bataille ; avec un part. : ν. τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα XÉN vaincre, surpasser ses amis en bienfaisance;
2 maîtriser (ses sentiments, etc.) ; ἡ βία μηδαμῶς νικησάτω τοσόνδε μισεῖν SOPH maîtrise-toi, ne te laisse pas emporter si loin par la haine ; Pass. être vaincu, surpassé, succomber ; fig. ὕπνῷ ESCHL, ἡδονῇ SOPH être vaincu par le sommeil, par le plaisir ; ὑπὸ τοῦ κακοῦ THC par le mal ; λόγοισιν ESCHL être vaincu par des paroles, être convaincu ; ὑπὸ τῶν μεγίστων νικηθέντες THC déterminés par les motifs les plus importants ; qqf avec le gén. à cause de l’idée de comparatif contenue dans le verbe : λόγοις φίλων νικᾶσθαι SOPH se rendre aux désirs de ses amis.
Étymologie: νίκη.