παραδίδωμι

From LSJ
Revision as of 15:42, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (ab2)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδίδωμι Medium diacritics: παραδίδωμι Low diacritics: παραδίδωμι Capitals: ΠΑΡΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: paradídōmi Transliteration B: paradidōmi Transliteration C: paradidomi Beta Code: paradi/dwmi

English (LSJ)

(late παραδια-δίδω (δειδ-) Tab.Defix.Aud.156.8 (Rome, iv/v A. D.)),

   A give, hand over to another, transmit, [παιδίον] τινί Hdt.1.117; τὰ ἐντεταλμένα, of couriers, Id.8.98; καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον π. Pl. Lg.776b, etc.; of sentinels, π. τὸν κώδωνα Th.4.135; τὴν ἑωθινὴν φυλακήν Plu.Arat.7; τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχήν Hdt.2.159; τὰ πάτρια τεύχεα S.Ph.399 (lyr.); of letters to the person addressed, X.Cyr. 8.6.17; of a purchase to the buyer, Id.Oec.20.28; of articles entered in an inventory by magistrates, IG12.324.2, etc.; in Astrol., π. τὸ ἔτος Vett.Val.100.30, Paul.Al.I.4; of an argument, π. τινὶ τὸν ἑξῆς λόγον Pl.Criti.106b; π. τὴν προξενίαν hand it down to one's posterity, X.HG6.3.4; τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Isoc.8.94, cf. Th.2.36, Pl.R.372d; π. τὴν ἀρετήν transmit, impart as a teacher, Id.Men.93c: c. inf., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθεῖν Hdt.1.73; ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν E.Or.64; π. τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Pl.Lg.812a, cf. Ti.42d, al.    2 give a city or person into another's hands, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Hdt.3.149; ἄλλον ἐς ἄλλην πόλιν π. Id.5.37; esp. as a hostage, or to an enemy, deliver up, surrender, ἑωυτὸν Κροίσῳ Id.1.45, cf. 3.13, Th.7.86; τὰς ναῦς And.3.11, etc.: with collat. notion of treachery, betray, X.Cyr.5.4.51, Paus.1.2.1; π. ὅπλα X.Cyr.5.1.28, etc.; τύχῃ αὑτὸν π. commit oneself to fortune, Th.5.16; ταῖς ἡδοναῖς ἑαυτὴν [τὴν ψυχήν] Pl.Phd.84a; ἑαυτοὺς [ἐπιθυμίαις] ib.82c: without acc., give way, ἡδονῇ παραδούς Id.Phdr.250e.    3 give up to justice, etc., ἥντινα μήτε . . παραδοῦναι ἐξῆν Antipho 6.42; π. τινὰς τῷ δικαστηρίῳ And.1.17; τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη Lys.14.17; also π. τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον D.51.8; δεθέντα εἰς τὸν δῆμον X.HG1.7.3 (Pass.); ἐπὶ κρίσει παρεδέδοτο εἰς τὸν δῆμον D.49.9: c. inf., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Lys.22.2; give up a slave to be examined by torture, Isoc.17.15, Test. ap. D.45.61:—Pass., ἐγκλήματι π. dub. l. in D.C.62.27: metaph., σιωπῇ καὶ λήθῃ παραδοθείς D.H.Pomp.3.    4 hand down legends, opinions, etc., by tradition, φήμην Pl.Phlb.16c; παραδεδομένα καὶ μυθώδη D.23.65; οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arist.Po.1451b24; ὁ π. τρόπος Id.Pol. 1313a35; οἱ παραδεδομένοι θεοί the traditional gods, Din.1.94; ἡ οἰκία . . ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Pl.Chrm.157e; δόγματι παραδοθῆναι to be embodied in a decree, D.C.57.20.    b teach doctrine, Ev.Luc.1.2, Sor.1.124, M.Ant.1.8, Philum.Ven.37.3, Dam.Pr.154, 433, Paul.Aeg.6.50:—Pass., ὅταν [τέχνη] παραδιδῶται Arr.Epict.2.14.2.    II grant, bestow, κῦδός τισι Pi.P.2.52: in pres. and impf., offer, allow, αἵρεσιν Id.N.10.83.    2 c. inf., allow one to... Hdt.1.210, 6.103, al.: c. acc. rei, permit, ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου Id.5.67; πληγὴν . . παραδοθεῖσαν εἰσιδών a blow offered, i. e. opportunity of striking, E.Ph.1393: abs., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος if he permits, Hdt.7.18; ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν X.An.6.6.34; ὅπως ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Isoc.5.118; τῆς ὥρας παραδιδούσης Plb.21.41.9: less freq. in aor., πότμου παραδόντος Pi.P.5.3; ὡς ἂν ὁ δαίμων παραδῷ D.60.19.    III hazard, τὰς ψυχὰς ὑπέρ τινος Act.Ap.15.26.

German (Pape)

[Seite 476] (s. δίδωμι), hingeben, übe rge ben; τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 399; θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν, Eur. Bacch. 495; τῷ νικῶντι τὰ τοῦ ὀφλόντος παραδιδότω χρήματα, Plat. Legg. XII, 958 b; τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν, Her. 2, 159; Ggstz von παραδέχομαι, Xen. Cyr. 8, 6, 17; Folgde; – das eigentliche Wort vom Uebergeben eines Inventariums durch eine Behörde an die andere, Att. Seew. p. 3 u. Inscr. öfter; – den Feinden überliefern, preisgeben; μὴ πρότερον ἢ ἡμέας αὐτοῖσι παραδῶτε, Her. 9, 87; τὴν Σάμον Συλοσῶντι, 3, 149: vgl. Eur. Alc. 574; Plat. Euthyd. 285 c; Xen. Cyr. 1, 6, 20 und sonst; auch τοὺς ἄλλους χρὴ δεθέντας παραδοθῆναι εἰς τὸν δῆμον, Hell. 1, 7, 3, wie παραδοῦναί τινα εἰς δικαστάς, Dem. Mid. 2, öfter; bes. auch zur gerichtlichen Untersuchung, Folterung und Bestrafung, vgl. Antiph. 6, 42; Isocr. 17, 16; – auch = anvertrauen zu einem bestimmten Zwecke, der im inf. dabei steht, ἣν παρθένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν, Eur. Or. 64; vgl. Plat. Legg. III, 694 d; τοὺς νέους αὐτοῖς παραδιδόναι διδάσκειν τε καὶ παιδεύειν, VII, 811 e; – zulassen, zugestehen, αἵρεσίν τινι, Pind. N. 10, 83; τινί τι, Her. 5, 67. 7, 18; c. inf., 6, 103; absol., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, 7, 18; vgl. Pind. P. 5, 4; – überliefern, eigtl., die Fackel von Hand zu Hand, Plat. Legg. VI, 776 b, öfter; ἑτέροισι κῦδος, Pind. P. 2, 52; von Gerüchten, Erzählungen, Lehren, οἱ παραδεδομένοι θεοί, Din. 1, 94, die überlieferten; παραδεδομένα καὶ μυθώδη, Dem. 23, 65; περὶ τούτων ἀληθὴς παραδίδοται λόγος, Pol. 10, 28, 3; Folgde; bes. bei den Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραδίδωμι: μέλλ. -δώσω, παραδίδω, ἐγχειρίζω τι εἴς τινα, τινί τι, Λατ. tradere, ἐπὶ πάσης σχέσεως, ἀντίστοιχον τῷ παραδέχομαι: παραδίδωμι [τὸ παιδίον] τῷδε Ἡρόδ. 1. 117 ἐπὶ τῶν Περσῶν ταχυδρόμων, ὁ μὲν πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ δεύτερος τῷ τρίτῳ ὁ αὐτ. 8. 98· ἐπὶ λαμπαδηδρομίας, Πλάτ. Νόμ. 776Β, κτλ.· ἐπὶ φρουρῶν, π. τὸν κώδωνα (ἴδε τὴν λ. κώδων) Θουκ. 4. 135· σύνθημα Πλουτ. Ἄρατ. 7· ἐπὶ παραδόσεως τῆς ἀρχῆς ἢ ἄλλου τινὸς πράγματος εἰς διάδοχον ἢ κληρονόμον, τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 2. 159· τὰ πάτρια τεύχεα Σοφ. Φ. 399 (λυρ.)· ἐπὶ παραδόσεως ἐπιστολῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17· ἐπὶ παραδόσεως τοῦ ἠγορασμένου πράγματος εἰς τὸν ἀγοραστήν, ὁ αὐτ. π. Οἰκ. 10, 28· ἐπὶ πραγμάτων ἐγγεγραμμένων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 49., 137-142· ἐπὶ συζητήσεως ἣν πρόκειται νὰ ἐξακολουθήσῃ ἕτερος, Πλάτ. Κριτί. 106Β· - οὕτω, π. τὴν προξενίαν, παραδίδω εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4 τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Ἰσοκρ. 178Α, πρβλ. Θουκ. 2. 36, Πλάτ. Πολ. 372D· π. τὴν ἀρετήν, μεταδίδω ὡς διδάσκαλος, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 93C· - μετ’ ἀπαρ., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθέειν Ἡρόδ. 1. 73 ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν Εὐρ. Ὀρ. 64· π. τινι τοὺς νέους διδάσκειν Πλάτ. Νόμ. 811Ε πρβλ. Τίμ. 42D, κ. ἀλλ. - Παθ., οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Ἀριστ. Ποιητ. 9, 8· ὁ π. τρόπος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 5. 11, 4 [[[τέχνη]]] παραδίδοται Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 14, 2. 2) παραδίδω πόλιν ἢ πρόσωπον εἰς ἑτέρου χεῖρας, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. 1. 45., 5. 37, κ. ἀλλ· μάλιστα ὡς ὅμηρον, ἢ εἰς ἐχθρὸν ἀπαιτοῦντα τοῦτο, Λατ. dedere, ὁ αὐτ. 3. 13., 8. 98, Θουκ. 7. 86, Ἀνδοκ. 24 ἐν τέλ., κτλ.· ὡσαύτως μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας προδοσίας, ὡς ἐν τῷ προδιδόναι, Λατ. prodere, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51, Παυσ. 1. 2, 1· οὕτω, π. ὅπλα Ξεν. Κύρ. 5. 1, 28, κτλ.· - ὡσαύτως, τύχῃ αὑτὸν π., παραδίδομαι εἰς τὴν τύχην, Θουκ. 5. 16· ταῖς ἡδοναῖς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 84Α· ἑαυτοὺς ἐπιθυμίαις αὐτόθι 82C· καὶ ἁπλῶς, π. ἡδοναῖς (ἄνευ τοῦ ἑαυτὸν) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. 3) ἑωυτὸν Κροίσῳ Ἡρόδ. 1. 45· ἥντινα μήτε .. παραδοῦναι ἐξῆν Ἀντιφῶν 146 19· π. τινὰ τῷ δικαστηρίῳ Ἀνδοκ. 3. 27· τοῖς ἕνδεκα Λυσ. 141. 15· ὡσαύτως, π. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον Δημ. 1230. 18· δεθέντα εἰς τὸν δῆμον Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 3· ἐπὶ κρίσει εἰς τὸν δῆμον Δημ. 1187. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Λυσ. 164. 19· - παραδίδω δοῦλον εἰς τὴν διὰ βασανιστηρίου ἀνάκρισιν, Ἰσοκρ. 361Ε, Διαθ. παρὰ Δημ. 1120· 7. - Παθ., δόγματι παραδοθῆναι, περιέχομαι εἰς ἀπόφασιν, Δίων Κ. 57. 20· ἐγκλήματι αὐτόθι 62. 27. 4) παραδίδω εἰς ἄλλους διηγήσεις, γνώμας καὶ τὰ ὅμοια, Λατ. memoriae predere, ἀντίστοιχον τῷ παραλαμβάνω, φήμην Πλάτ. Φίληβ. 16C· παραδεδομένα καὶ μυθώδη Δημ. 641. 19· οἱ παραδεδομένοι θεοί, οἱ ἐκ παραδόσεως θεοί, Δείναρχ. 102, 13· ἡ οἰκία .. ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ὡσαύτως, π. σιωπῇ καὶ λήθῃ Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 3. ΙΙ. παρέχω, δίδω, κῦδός τινι Πινδ. Π. 2. 96· - κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., προσφέρω, ἐπιτρέπω, αἵρεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 155· οὕτως Εὐρ., κτλ. 2) μετ’ ἀπαρ., ἐπιτρέπω τινὶ ἵνα .., Ἡρόδ. 1. 210., 6. 103, κ. ἀλλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ. ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου ὁ αὐτ. 5. 67· πληγὴν σιδήρῳ παραδοθεῖσαν εἰσιδών, ἰδὼν τόπον πρὸς τὸ πληγῆναι σιδήρῳ ἐπιτήδειον, Εὐρ. Φοίν. 1393. 3) ἀπολ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, ἂν ἐπιτρέπῃ ὁ θεός, Ἡρόδ. 7. 18· ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 34· ὅπως ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Ἰσοκρ. 106C· τῆς ὥρας παραδιδούσης Πολύβ. 22. 24, 9· σπανίως κατ’ ἀόρ., Πινδ. Π. 5. 4, Δημ. 1394. 23.

French (Bailly abrégé)

f. παραδώσω, etc.
I. transmettre :
1 remettre de la main à la main : τί τινι qch à qqn;
2 remettre par succession (le pouvoir, etc.);
3 livrer à la postérité, transmettre;
4 avec idée de violence ou de contrainte livrer, remettre, acc. : πόλιν τινί une ville à l’ennemi ; ὅπλα XÉN ses armes ; ἑαυτόν HDT se rendre, se livrer;
II. confier : π. τύχῃ ἑαυτόν THC se confier à la fortune;
III. permettre : τι qch ; avec l’inf. permettre de faire qch ; abs. οῦ θεοῦ παραδιδόντος HDT avec la permission du dieu.
Étymologie: παρά, δίδωμι.

English (Slater)

παραδίδωμι
   1 grant ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ (P. 2.52) πότμον παραδόντος (sc. πλοῦτον) (P. 5.3) Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν (N. 4.56) “ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” Zeus speaks (N. 10.83)

English (Abbott-Smith)

παρα-δίδωμι, [in LXX chiefly for נתן;] correl. to παρδέχομαι,
1. to give or hand over to another: c. acc. et dat., Mt 11:27 25:14, Lk 4:6, al.; of being delivered up to a course of teaching, pass. seq. εἰς, Ro 6:17.
2.to commit, commend: Ac 14:26 15:40, I Pe 2:23.
3.to give or deliver up to prison or judgment: c. acc. pers., Mt 4:12, Mk 1:14, Ro 4:25, II Pe 2:4; id. seq. ὑπέρ, Ro 8:32; c. dat., Mt 5:25, Mk 15:1, Lk 12:58, Jo 19:11, al.; id. seq. ἵνα, Jo 19:16; c. inf., Ac 12:4; seq. εἰς, Mt 10:17 17:22 24:9, Lk 21:12, Ac 8:3, II Co 4:11, al.; τ. Σατανᾷ, I Ti 1:20; id. seq. εἰς, I Co 5:5; with the collat. idea of treachery (= προδίδωμι), c. acc. pers., Mt 26:25, Mk 14:11, Jo 6:64, al.; id. c. dat., Mt 26:15, al.; pres. ptcp., ὁ παραδιδοὺς, Mt 26:25, Mk 14:42, Jo 13:11.
4.to hand down, hand on or deliver verbally (traditions, commands, etc.): Mk 7:13, Lk 1:2, Ac 6:14, I Co 11:2 15:2; pass., II Pe 2:21, Ju 3.
5.to permit (for exx. in cl., v. LS, s.v.): Mk 4:29.