αναφέρω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

(AM ἀναφέρω)
κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
νεοελλ.
(για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό
αρχ.
Ι. (μτβ.)
1. φέρνω επάνω, φέρνω
2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας
3. σηκώνω, βαστάζω, υπομένω
4. θεωρώ, εξετάζω
5. επαναλαμβάνω
6. βγάζω, χύνω (στεναγμούς, δάκρυα)
7. προσφέρω, συνεισφέρω
8. φέρνω πίσω, επαναφέρω, επαναφέρω από την εξορία
9. ανάγω, αποδίδω σε κάποιον κάτι
II. (αμτβ.)
1. (για δρόμο) οδηγώ, καταλήγω
2. συνέρχομαι, συνεφέρνω
III. μέσ.
1. φέρω, παίρνω μαζί μου
2. αναπνέω βαθιά, αναστενάζω
3. (για λόγο) προφέρω, εκπέμπω.