σκόπελος
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ὁ, prop.
A lookoutplace: hence peak, headland, promontory, Hom., esp. in Od., 12.73, 80,430, al.; προβλὴς σ. Il.2.396; φάραγγος σ. ἐν ἄκροις A.Pr.143 (lyr.); σ. πέτρας E.Ion 274; Θηβᾶν σ., of the Theban acropolis, Pi. Fr.196; ἐμοὶ (sc. Κρεούσης) σ., of the Athenian, E.Ion 871 (anap.), cf. 1434,1578; σ. νιφόεντα Μίμαντος Ar.Nu.273 (anap.). II watch-tower, PLips.70.2 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, eigtl. jeder Ort. von dem aus man spähend um sich schauen kann (σκοπέω). Warte; – gew. ein hoher, einzeln stehender Felsenim od. am Meere, eine Klippe, ein ins Meer vorspringendes Vorgebirge, Hom. προβλής, Il. 2, 396; vgl. bes. Od. 12, 73. 80. 220. 430; übh. eine Bergspitze, scopulus, σκοπέλοις ἐν ἄκροις, Aesch. Prom. 142; σκόπελον ᾕμαξαν πέτρας, Eur. Ion 274, u. öfter; Ar. Nubb. 274; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 640.
Greek (Liddell-Scott)
σκόπελος: ὁ, ἴσως ἐξ ἀρχῆς ὡς τὸ σκοπιά, τόπος κατάλληλος ὅπως παρατηρῇ τις ἐξ αὐτοῦ· ὅθεν, ὑψηλός βράχος ἢ κορυφή, ἀπόκρημνον μέρος πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀκρωτήριον, Λατ. scopulus, Ὅμηρ., μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ., οἷον Μ. 73, 83, 430, κτλ.· προβλὴς σκ., Ἰλ. Β. 396· φάραγγος σκ. ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 142· σκ. πέτρας Εὐρ. Ἴων. 274· Θηβᾶν σκ., ἡ τῶν Θηβῶν ἀκρόπολις, Πινδ. Ἀποσπ. 209· Ἀθάνας σκ., ἡ τῶν Ἀθηνῶν, Εὐρ. Ἴων 1434, πρβλ. 871, 1578· σκ. νιφόοντα Μίμαντος Ἀριστοφ. Νεφ. 273, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rocher élevé, cime de rocher;
2 particul. écueil en mer ou sur le bord de la mer.
Étymologie: R. σκέπτομαι ; cf. lat. specula, speculum.
English (Autenrieth)
English (Slater)
σκόπελος
1 rock ἤτοι καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a chorus of Keans speaks) Πα. . 21. ]ιόν τε σκόπελον γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. ψηλός απομονωμένος βράχος μέσα στη θάλασσα, ιδίως βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας και είναι επικίνδυνος για τη ναυσιπλοΐα
2. μτφ. σοβαρό ή και ανυπέρβλητο εμπόδιο (α. «η κυβέρνηση κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)
νεοελλ.
φρ. «κοραλλιογενής σκόπελος»
γεωλ. μικρό χαμηλό νησί, συνήθως αμμώδες, το οποίο βρίσκεται πάνω σε μια κοραλλιογενή υφαλική τράπεζα
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε ψηλός βράχος ή κάθε απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται προς την πλευρά της θάλασσας, όπως κορυφή ή πλαγιά βουνού, ακρωτήριο ή και ακρόπολη (α. «τοιγὰρ θανοῡσαι σκόπελον ἥμαξαν πέτρας», Ευρ.
β. «Θηβᾱν σκόπελος», Πίνδ.)
2. τόπος κατάλληλος για να παρατηρεί κανείς από αυτόν, σκοπιά
3. μτφ. αντιξοότητα, κακοτυχία
4. φρ. «σκοπέλου τέλος» — ειδικός φόρος για τη συντήρηση τών πύργων παρατήρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το σκοπός «επιβλέπων, παρατηρητής» (βλ. λ. σκέπτομαι) με επίθημα -ελος (πρβλ. νέφος: νεφ-έλη). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε κάποιος να κατοπτεύει (πρβλ. σκοπιά)].