πέτασος
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Eratosth. ap. Ath.11.499e ; πετάσῳ Θετταλικῇ is prob. cj. for πίλῳ Θετταλικῇ in Thphr.HP4.8.7 (cf. 9) : (πετάννυμι) :—
A broad-brimmed felt hat, worn by ἔφηβοι and hence used as their badge, Poll.10.164, Suid.; γυμνάσιον καθίδρυσε καὶ τοὺς κρατίστους τῶν ἐφήβων ὑπὸ πέτασον ἦγεν, i.e. made them practise gymnastics, LXX 2 Ma.4.12 ; also in representations of Hermes, Ephipp. ap.Ath.12.537f. II from its shape, broad umbellated leaf, as of the lotus, Thphr.HP4.8.9 ; φύλλον μέγα ὡς π. Dsc.2.106. III from its shape, also, awning, ὁ π. τοῦ θεάτρου OGI510.4 (Ephesus, ii A. D.), CIG3422.17 (Philadelphia) ; also, of the circular tomb of Porsenna, Plin.HN36.92; baldacchino, PMag.Leid.W.3.11.
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, 1) ein Hut mit breiter Krempe zum Schutz gegen Sonne u. Regen, Schirmhut, den gew. die ἔφηβοι mit der χλαμύς trugen, Sp.; auch Hermes trägt ihn, Ath. XII, 537 e; auch Zeichen der Palästra. – 2) wegen der Aehnlichkeit mit diesem Hute auch das breite Schirmblatt mancher Pflanzen, wie des Lotos u. des Huflattigs, auch die Dolde, welche die Blüthen mancher Pflanzen bilden, umbella, in dieser Bedeutung auch ἡ πέτασος, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πέτασος: ὁ, καὶ ἡ, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 499Ε· (πετάννυμι)· ― πῖλος ἐξ ἐρίου συμπεπιλημένου μὲ πλατὺν γῦρον ὃν ἐφόρουν πρὸς φύλαξιν ἀπὸ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς βροχῆς, ἰδίως οἱ ποιμένες καὶ οἱ θηρευταί, καὶ ἐν πολλῇ χρήσει ὑπάρχων ἐν Θεσσαλίᾳ (ἴδε Θεσσαλὸς ΙΙ, πῖλος)· ἐφόρουν δὲ αὐτὸν καὶ οἱ ἔφηβοι, μετὰ τῆς χλαμύδος, ἐν ᾗ περιβολῇ καὶ ὁ προστάτης αὐτῶν θεὸς Ἑρμῆς παριστάνετο, Ἀθήν. 537F, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst, § 380. 3· ― ἐντεῦθεν ἦτο τὸ σημεῖον ἢ γνώρισμα τῆς παλαίστρας, Πολυδ. Γ, 164, Εὐστ. 976. 42, Σουΐδ.· γυμνάσιον καθίδρυσε καὶ τοὺς κρατίστους τῶν ἐφήβων ὑπὸ πέτασον ἦγεν, δηλ. ἦγεν αὐτοὺς εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12). ― Περὶ τῶν διαφόρων αὐτοῦ εἰδῶν καὶ σχημάτων ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐκ τοῦ σχήματος οὕτως ἐκλήθη φύλλον πλατὺ καὶ ἀναπεπταμένον οἷον τὸ τοῦ λωτοῦ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 9· πρβλ. πετασίτης, πετασώδης. ΙΙΙ. ὡσαύτως ἐκ τοῦ σχήματος ἡ στέγη τοῦ ᾨδείου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3422. 16· οὕτως ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Πορσίνα (ἢ Πορσήννα), Πλίν. 36. 13.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
pétase, chapeau à larges bords, pour abriter de la pluie et du soleil, à l’usage des jeunes gens pour les exercices de la palestre ; de même, porté par leur protecteur Hermès ; d’où la loc. ὑπὸ πέτασον ἄγειν mener ou appeler aux exercices du gymnase.
Étymologie: πετάννυμι.
2ου (ἡ) :
parasol ou ombelle des plantes ombellifères.
Étymologie: πέτασος¹.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. πλατύγυρο καπέλο από δέρμα ή ψάθα για προφύλαξη από τον ήλιο ή τη βροχή
2. πλατύ φύλλο που μοιάζει με πέτασο
νεοελλ.
το οπίσθιο και συνήθως μεγαλύτερο πέταλο της στεφάνης τών ψυχανθών
αρχ.
1. ο γύρος της στέγης που προεξέχει, το γείσο
2. φρ. «ἄγω τοὺς ἐφήβους ὑπὸ πέτασον» — γυμνάζω τους εφήβους, τους εξασκώ στη γυμναστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετά-ννυμι «εκτείνω, απλώνω» + επίθημα -σος (πρβλ. άρυ-σος, μάδι-σος)].
Greek Monotonic
πέτᾰσος: ὁ (πετάννυμι), πλατύγυρο καπέλο από τσόχα που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη Θεσσαλία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέτασος -ου, ὁ [~ πετάννυμι] vilten hoed.