κομπάζω

From LSJ
Revision as of 23:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομπάζω Medium diacritics: κομπάζω Low diacritics: κομπάζω Capitals: ΚΟΜΠΑΖΩ
Transliteration A: kompázō Transliteration B: kompazō Transliteration C: kompazo Beta Code: kompa/zw

English (LSJ)

fut. -άσομαι B.7.42:—

   A = κομπέω, boast, brag, A.Th.436, Ag.1671, etc.; κ. μέγα S.Aj.1122; μάτην E.Hipp.978; κ. ἐπί τινι speak big against... A.Th.480 (but also, boast of... Phld.Rh.1.24 S.): c. acc., κ. λόγον speak big words, A.Ag.1400, etc.; κ. γέρας boast one's office, Id.Eu.209; οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας S.El.1500: c. inf., boast that... A.Ag.1130, E.Ba.340; κ. ὡς . . X.Oec.10.3, Plu. Crass.18:—Pass., to be made a boast of, be renowned, οὕνεκ' ὄλβου E.HF64; φόβος . . κομπάζεται fear is loudly spoken, A.Th.500; τίνος δὲ . . παῖς πατρὸς κομπάζεται; of what father is he said to be the son? E.Alc.497.—Rare in early Prose, Lys.6.18,48, X.Smp.4.19, Oec. l.c.    II = κομπέω 1.2, ring a jar to test its soundness, PLond. ined.2327 (iii B.C.).    III ἐκομπάσθη· ἠπατήθη, εἰς ὄγκον διετέθη, Hsch., cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1479] = κομπέω, bes. prahlen, großsprechen; absolut, τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ Aesch. Spt. 418, wie κομπάζειν μάτην Eur. Hipp. 978; auch Lys. 6, 18, κομπάζειν μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι βούλεσθαι, u. Sp.; – c. inf., οὐ κομπάσαιμ' ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι, ich möchte mich nicht rühmen, mich auf die Göttersprüche zu verstehen, Aesch. Ag. 1101, wie κρείσσον' Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντα Eur. Bacch. 1130; – ἐπί τινι, Aesch. Spt. 462; τινί, Ag. 561; – auch c. accus., λόγον, ein prahlendes Wort sprechen, Eum. 516, wie μέγ' ἄν τι κομπάσειας Soph. Ai. 1101 u. οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας El. 1492; – auch in Prosa; ἐμοῦ καλλίων ταῦτα κομπάζεις Xen. Conv. 4, 19; mit folgendem ὡς, Oec. 10, 3; Plut. Crass. 18. – Pass.; φόβος κομπάζεται, es wird mit dem Schrecken geprahlt, Aesch. Spt. 482; ὃς οὕνεκ' ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτέ Eur. Herc. Fur. 64.

Greek (Liddell-Scott)

κομπάζω: μέλλ. -άσω, = κομπέω, ὡς καὶ νῦν, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 436, Ἀγ. 1671, κτλ.· κ. μέγα Εὐρ. Ἱππ. 978· κ. ἐπί τινι, ὁμιλῶ κομπαστικῶς ἐναντίον τινός, Αἰσχύλ. Θήβ. 480· ― μετ’ αἰτ., κ. λόγον, ὁμιλῶ μεγάλους λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1400, κτλ.· κ. γέρας, καυχῶμαι διὰ τὴν θέσιν μου, τὸ ὑπούργημά μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 209· οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας Σοφ. ἐν Ἠλ. 1500· μέγα τι κ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1122· ― μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130, Εὐρ. Βάκχ. 340· κ. ὡς..., Ξεν. Οἰκ. 10. 3. ― Παθ., γίνομαι ἀντικείμενον καυχήσεως, φημίζομαι, οὕνεκ’ ὄλβου Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 64· φόβος... κομπάζεται, θρυλεῖται, Αἰσχύλ. Θήβ. 500· τίνος δὲ… παῖς πατρὸς κομπάζεται; τίνος πατρὸς υἱὸς λέγεται ὅτι εἶναι; Εὐρ. Ἄλκ. 497, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 64. ― ὡς τὸ κομπέω, σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, Λυσ. 105. 2., 107. 27, Ξεν. Συμπ. 4. 19, Οἰκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

faire le beau parleur, parler avec emphase : κ. τινὶ λόγον ESCHL se vanter au sujet de qqn ; Pass. être dit avec emphase, être vanté;
Moy. κομπάζομαι parler de soi en termes pompeux, se vanter.
Étymologie: κόμπος.

Greek Monolingual

(ΑM κομπάζω) κόμπος
καυχιέμαι χωρίς να το αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία του γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ' ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ' εἰ λάβοις», Σοφ.)
αρχ.
1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του
2. παθ. κομπάζομαι
γίνομαι αντικείμενο καύχησης, φημίζομαι
3. απρόσ. κομπάζεται
υπάρχει θρύλος, γίνεται λόγος.

Greek Monotonic

κομπάζω: μέλ. -άσω = κομπέω,
1. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ, μεγαλοστομώ, σε Τραγ.· με σύστ. αντ., κ.λόγον, ξεστομίζω μεγάλα λόγια, σε Αισχύλ.
2. καυχιέμαι, κ. γέρας, καυχιέμαι για το αξίωμά μου, στον ίδ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο καυχήσεως, φημίζομαι, σε Ευρ.· φόβος κομπάζεται, ο φόβος ξεστομίζεται μεγαλοφώνως, σε Αισχύλ.· τίνοςδὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται; ποιανού πατέρα περηφανεύεται ότι είναι γιος; σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κομπάζω: бросать красивые, но пустые фразы, хвастливо говорить, хвастаться (τὴν πατρῴαν τέχνην Soph.; μάτην Eur.; τι περὶ αὑτοῦ Plut.): οὐ κομπάσαιμ᾽ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι Aesch. не стану хвастаться, будто понимаю пророческие изречения; κρείσσον᾽ ἐν κυναγίαις Ἀρτέμιδος εἶναι κ. Eur. хвалиться (своим) превосходством в охоте над (самой) Артемидой; κ. μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι Lys. больше разглагольствовать (о наказаниях), чем наказывать; κ. ἐπί τινι (λόγον) или κ. τινα Aesch. заносчиво говорить с кем-л.; τίνος δὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται; Eur. сыном какого же отца слывет (Диомед)?