πρόστριμμα

From LSJ
Revision as of 03:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστριμμα Medium diacritics: πρόστριμμα Low diacritics: πρόστριμμα Capitals: ΠΡΟΣΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: próstrimma Transliteration B: prostrimma Transliteration C: prostrimma Beta Code: pro/strimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.).    II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.

German (Pape)

[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s’attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.

Greek Monotonic

πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.

Russian (Dvoretsky)

πρόστριμμα: ατος τό1) осколок, обломок Plut.;
2) перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.