υἱοθεσία
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ἡ,
A adoption as a son, Nic. Dam.130.18 J.; in a religious sense, πνεῦμα υἱοθεσίας Ep.Rom.8.15, cf. 23, Ep.Gal.4.5; freq. in Inscrr., in the phrase καθ' υἱοθεσίαν, GDI2581.218 (Delph., ii B. C.), SIG581.102 (Crete, ii B. C., ὑο-): pl., νεανίσκων υἱοθεσίας ποιεῖσθαι D.L.4.53.
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, Annahme an Sohnes Statt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
υἱοθεσία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ υἱοθετεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 23, πρ. Γαλ. δ΄, 5· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, π.χ. Πυθόδωρος Κλεοφράδου, καθ’ υἱοθεσίαν (ἐν Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς ὑοθεσίαν) δὲ Φιλοφῶντος Συλλ. Ἐπιγρ. 205, πρβλ. 206, 2693F, 2694a, κ. ἀλλ.· νεανίσκων υἱοθεσίας ποιεῖσθαι Διογ. Λ. 4. 53. - Καθ’ Ἡσύχ.: «υἱοθεσία· ὅταν τις θετὸν υἱὸν λαμβάνῃ». ΙΙ. τὸ ἅγιον βάπτισμα, Ἐκκλ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
adoption de qqn comme fils.
Étymologie: υἱός, θετός.
English (Strong)
from a presumed compound of υἱός and a derivative of τίθημι; the placing as a son, i.e. adoption (figuratively, Christian sonship in respect to God): adoption (of children, of sons).
English (Thayer)
υἱοθεσίας, ἡ (from υἱός and θέσις, cf. ὁροθεσία, νομοθεσία; in secular authors from Pindar and Herodotus down we find θετός υἱός or θετός παῖς, an adopted son), adoption, adoption as sons (Vulg. adoptio filiorum): (Diodorus 1. 31 § 27,5 (vol. 10:31,13Dindorf)); (Diogenes Laërtius 4,53; Inscriptions. In the N. T. it is used to denote a. that relationship which God was pleased to establish between himself and the Israelites in preference to all other nations (see υἱός τοῦ Θεοῦ, 4at the beginning): υἱός τοῦ Θεοῦ, 4): ἀπεκδέχεσθαι υἱοθεσίαν, to wait for adoption, i. e. the consummate condition of the sons of God, which will render it evident that they are the sons of God, Romans 8:19.
Greek Monolingual
η / υιοθεσία, ΝΜΑ
η ενέργεια του υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση
νεοελλ.
1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου
2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης ενός άλλου με ανάληψη και της σχετικής ευθύνης
3. φρ. «συγγένεια εξ υιοθεσίας»
(νομ.) η σχέση συγγένειας που, σύμφωνα με την επίσημη, τη νομική διαδικασία της υιοθεσίας, προκύπτει μεταξύ του θετού πατέρα και τών συγγενών του και του θετού τέκνου και τών συγγενών του
μσν.-αρχ.
εκκλ. το άγιο βάπτισμα, επειδή με αυτό ο βαπτιζόμενος γίνεται πνευματικό τέκνο του αναδόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «υἱὸν θέσθαι» + κατάλ. -ία (πρβλ. ὁροθέτης)].
Greek Monotonic
υἱοθεσία: ἡ (τίθημι Β. I.), υιοθεσία τέκνου, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
υἱοθεσία: ἡ υἱός усыновление NT.