σύσπονδος

From LSJ
Revision as of 01:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσπονδος Medium diacritics: σύσπονδος Low diacritics: σύσπονδος Capitals: ΣΥΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: sýspondos Transliteration B: syspondos Transliteration C: syspondos Beta Code: su/spondos

English (LSJ)

ον,

   A = ὁμόσπονδος, Aeschin.2.163 (pl., v.l.).

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.

Greek (Liddell-Scott)

σύσπονδος: -ον, = ὁμόσπονδος, Αἰσχίν. 50. 9, πρβλ. ὁμόσπονδος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόσπονδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά-σπονδος, υπό-σπονδος].

Greek Monotonic

σύσπονδος: -ον (σπονδή), = ὁμόσπονδος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σύσπονδος: вместе совершающий возлияние Aeschin.

Middle Liddell

σύ-σπονδος, ον, σπονδή = ὁμόσπονδος, Aeschin.]