κόκκινος

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόκκῐνος Medium diacritics: κόκκινος Low diacritics: κόκκινος Capitals: ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Transliteration A: kókkinos Transliteration B: kokkinos Transliteration C: kokkinos Beta Code: ko/kkinos

English (LSJ)

η, ον,

   A scarlet, Herod.6.19, Ep.Hebr.9.19, PHamb.10.24 (ii A.D.), Plu.Fab.15; κ. γενόμενος blushing, Com.Adesp.19.3 D.    II Subst. κόκκινα, τά, scarlet clothes, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φορεῖν, Arr.Epict. 3.22.10, 4.11.34; -ων βαφαί PHolm.21.41: sg., LXX Ex.25.4.

German (Pape)

[Seite 1471] scharlachroth; Ar. Vesp. 1067; Plut. Fab. 15 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. coccineus, Πλουτ. Φάβ. 15, Καιν. Διαθ.· ― κόκκινα, κόκκινα ἐνδύματα, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φέρειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 10., 4. 11. 34. ― Περὶ τοῦ Στράβ. 824, ἐν λέξ. κοῦκι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’un rouge écarlate.
Étymologie: κόκκος.
Par. φοῖνιξ¹, ὕσγινον.

Spanish

escarlata

English (Strong)

from κόκκος (from the kernel-shape of the insect); crimson-colored: scarlet (colour, coloured).

English (Thayer)

κοκκινη, κόκκινον (from κόκκος a kernel, the grain or berry of the ilex coccifera; these berries are the clusters of eggs of a female insect, the kermes (cf. English carmine, crimson)), and when collected and pulverized produce a red which was used in dyeing, Pliny, h. n. 9,41, 65; 16,8, 12; 24,4), crimson, scarlet-colored: scarlet cloth or clothing: Plutarch, Fab. 15; φόρειν κόκκινα, scarlet robes, Epictetus diss. 4,11, 34; ἐν κοκκινοις περιπατεῖν, 3,22, 10). Cf. Winer s RWB under the word Carmesin; Roskoff in Schenkel i., p. 501 f; Kamphausen in Riehm, p. 220; (B. D. under the word Colors, II:3).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κόκκινος, -ίνη, -ον)
1. αυτός που έχει το χρώμα της παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ.
β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κόκκινα
φορέματα με ερυθρό χρώμα («ἐν κοκκίνοις περιπατεῑν», Αρρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χρώμα προσώπου κοκκινωπό («γιατί είσαι κόκκινος;»)
2. αυτός που αναφέρεται στον κομμουνισμό, κομμουνιστικός, σοβιετικόςκόκκινος στρατός»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κόκκινο
το ερυθρό χρώμα («μού αρέσει το κόκκινο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος, λόγω της χρησιμοποιήσεως κόκκων ως βαφικής ουσίας. Βλ. και ερυθρός].

Greek Monotonic

κόκκῐνος: -η, -ον, άλικος, κατακόκκινος, Λατ. coccineus, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

κόκκῐνος: пурпурно-красный, багряный (ἐσθής Plut.; χλαμύς NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόκκινος -η -ον [κόκκος] scharlakenrood; NT; subst. τὸ κόκκινον scharlaken kledingstuk.

Middle Liddell

κόκκῐνος, η, ον
scarlet, Lat. coccineus, Plut., NTest.